Φωνή διαμαρτυρίας από τη Μόσχα
AP Photo/Misha Japaridze
Ιλια Μπουντράιτσκις
*Επιμέλεια: Θανάσης Γιαλκέτσης
Στις μέρες του πολέμου που εξαπέλυσε ο Πούτιν εναντίον της Ουκρανίας, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν από τα σπίτια τους για να διαμαρτυρηθούν σε όλες σχεδόν τις μεγάλες ρωσικές πόλεις. Αυτοί οι άνθρωποι εμφανίστηκαν ανοιχτά στον δημόσιο χώρο, παρότι οι κίνδυνοι από τη συμμετοχή σε μια διαμαρτυρία στη χώρα μας είναι σήμερα μεγαλύτεροι από κάθε άλλη φορά: διακινδυνεύουν να υποστούν βιαιοπραγίες και βασανιστήρια στα αστυνομικά τμήματα, να χάσουν πιθανότατα τη δουλειά τους, να εκδιωχθούν από το πανεπιστήμιο ή ακόμα και να φυλακιστούν. Υπάρχει και ένας άλλος κίνδυνος, ο πιο σημαντικός: ο κίνδυνος να παραμείνουν μόνοι με την τοποθέτησή τους εναντίον του πολέμου, μέσα σε μια πλειοψηφία που υποστηρίζει σιωπηλά την κυβέρνησή της και μια μειοψηφία επιθετικών σοβινιστών, που είναι ήδη έτοιμοι να γράψουν καταγγελίες και να συντάξουν καταλόγους με τα ονόματα των «προδοτών» συμπολιτών τους.
Οι πρώτες δέκα μέρες του πολέμου άλλαξαν ριζικά και αμετάκλητα την ατμόσφαιρα στη ρωσική κοινωνία. Αν μέχρι πριν από λίγο καιρό φαινόταν ότι οι άνθρωποι είχαν κουραστεί από την «πατριωτική» τηλεοπτική προπαγάνδα και είχαν βυθιστεί εντελώς στην ιδιωτική τους ζωή, τώρα πολλοί επαναλαμβάνουν με σιγουριά τα κλισέ των λόγων του Πούτιν για εκείνους που αυτός χαρακτήρισε «ναζιστές Ουκρανούς». Αυτή η νέα ατμόσφαιρα δεν σηματοδοτεί διόλου μια άνοδο του εθνικισμού από τα κάτω. Δεν γίνονται μαζικές διαδηλώσεις υπέρ του πολέμου στη χώρα ούτε, προπάντων, παρατηρούνται ροές εθελοντών, έτοιμων να πεθάνουν για την επιστροφή των «ιστορικών ρωσικών εδαφών». Η εμπιστοσύνη στο ότι η χώρα τους έχει δίκιο σε όλα είναι η άλλη όψη της επίγνωσης της δικής τους αδυναμίας, που είναι αυτό που έχουν διδαχθεί στην πορεία των χρόνων: κανένα άτομο δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να επηρεάσει τίποτα.
Η λεπτή γραμμή ανάμεσα στην παθητική αδιαφορία και στην παθητική συνενοχή, την οποία η ρωσική κοινωνία διασχίζει σήμερα, οφείλεται στην προηγούμενη εξέλιξη του καθεστώτος του Πούτιν τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτό είναι ένα καθεστώς τα κύρια χαρακτηριστικά του οποίου ήταν η αποπολιτικοποίηση και ο κυνισμός.
Δεν υπήρξε ποτέ ούτε ίχνος φανατικής αφοσίωσης σε κοινές αξίες -συμπεριλαμβανομένης προφανώς της «αξίας» της αναγέννησης της ρωσικής αυτοκρατορίας με τίμημα οποιαδήποτε ανθρώπινη θυσία- σε κανένα επίπεδο του ρωσικού πολιτικού συστήματος, από το περιβάλλον του Πούτιν ώς τον πιο χαμηλόβαθμο δημόσιο λειτουργό. Αντίθετα, η απόλυτη προτεραιότητα του ιδιωτικού συμφέροντος σε σχέση με το γενικό συμφέρον κυριαρχούσε παντού και ήταν ο λόγος εξαιτίας του οποίου η διαφθορά στη Ρωσία του Πούτιν δεν ήταν ένα αμάρτημα μεμονωμένων δημόσιων λειτουργών, αλλά ένα σύστημα στο οποίο σχεδόν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έπρεπε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συμμετέχουν.
Ακόμα και το κυρίαρχο θέμα της προπαγάνδας παρέμεινε το ίδιο: όλοι οι λόγοι περί οικουμενικών δικαιωμάτων συγκαλύπτουν μόνον ιδιωτικά συμφέροντα και κάθε κοινωνικό κίνημα -από το κίνημα της πλατείας Μαϊντάν στο Κίεβο ώς το αμερικανικό Black Lives Matter- δεν είναι τίποτε άλλο παρά το προϊόν ειδικών «τεχνολογιών». Είτε σας αρέσει είτε όχι, θα παραμένετε πάντοτε ένα πιόνι στο παιχνίδι κάποιων άλλων. Δεν είναι επομένως καλύτερα να σας χρησιμοποιεί η χώρα σας αντί να σας χρησιμοποιούν κάποιοι άλλοι;
Σήμερα αυτή η λογική οδήγησε απευθείας τη Ρωσία στο τελικό σημείο: σε έναν εγκληματικό πόλεμο εναντίον του πιο κοντινού της γείτονα και στην εγκαθίδρυση μιας σκληρής δικτατορίας, που ταυτίζει με έγκλημα κάθε αμφιβολία για τις επίσημες θέσεις της.
Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε τη Χάνα Αρεντ, η οποία υποστήριζε ότι ο ολοκληρωτισμός δεν γεννιέται από τη φανατική προσχώρηση σε μεγάλες ιδέες, αλλά από την αδιαφορία, από την εξατομίκευση της κοινωνίας και από την περιφρόνηση για κάθε μορφή πολιτικής συμμετοχής. Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες πολλών δυτικών μέσων μαζικής επικοινωνίας να παρουσιάσουν τον Πούτιν σαν έναν τύραννο, ο οποίος ανατράφηκε αποκλειστικά με βάση τις ιδιαίτερες μεσσιανικές ιδέες του ρωσικού εθνικισμού, είναι ελάχιστα πειστικές.
Επί πολλά χρόνια, οι δυτικοί πολιτικοί τον αντιμετώπιζαν σαν έναν ορθολογικό αυταρχικό ηγέτη, με τον οποίο μπορούσαν να διαπραγματεύονται και να συναλλάσσονται. Τα διακριτά γνωρίσματα του καθεστώτος του στη Ρωσία -η συστηματική καταπίεση των πολιτικών ελευθεριών και η εξάλειψη όλων των δημόσιων θεσμών, από τα ανεξάρτητα συνδικάτα ώς την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη- γίνονταν αντιληπτά σαν εξωτικά εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά βέβαια όχι ως μια διαδρομή προς τον πόλεμο ή ως μια άμεση απειλή για τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Τώρα ωστόσο που η τραγωδία της Ουκρανίας έγινε μια τρομερή πραγματικότητα, είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε ότι ο Ρασπούτιν δεν είναι μια ανωμαλία, αλλά τμήμα μιας παγκόσμιας πραγματικότητας, μιας κοινωνίας της αγοράς στην οποία κυριαρχούν μόνο τα γυμνά συμφέροντα και η κοινωνία αυτή καθεαυτήν δεν αποτελεί κανένα πρόβλημα.
Τέλος, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε ότι δεν είναι τόσο η ισότητα της πυρηνικής ισχύος ή μια σταθερή αρχιτεκτονική των διεθνών σχέσεων αυτές που μπορούν να εμποδίσουν έναν πόλεμο. Μόνον η πολιτική συμμετοχή και η προσωπική υπευθυνότητα του καθενός μας μπορούν αληθινά να τον αποτρέψουν. Αυτό είναι το μήνυμα που προσπαθούν να μεταδώσουν στον κόσμο εκείνοι στη Ρωσία οι οποίοι, παρ’ όλα αυτά, συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες εναντίον του πολέμου.
*Ο Ρώσος ιστορικός Ιλια Μπουντράιτσκις ζει στη Μόσχα και είναι ένας από τους πιο γνωστούς σχολιαστές της ρωσικής πολιτικής. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Αγγλία το βιβλίο του «Dissidents among Dissidents» (Verso 2022), στο οποίο αφηγείται την ιστορία της αριστερής διαφωνίας στα χρόνια της ΕΣΣΔ.
Επιμέλεια-μετάφραση: Θανάσης Γιαλκέτσης
Αναδημοσίευση από efsyn.gr - 12/03/2022
Ρωγμή στην Ενημέρωση
Δεν υπάρχουν σχόλια