Για τον χαρακτήρα και την πορεία ενός σοσιαλιστικού κόμματος στη σημερινή Ελλάδα
Tου Κώστα
Δημουλά*
Σε μία πολιτικά ρευστή συγκυρία όπως είναι η σημερινή, οι
προτάσεις εναλλακτικής διακυβέρνησης που διατυπώνονται από τα κόμματα
σοσιαλιστικού προσανατολισμού θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να συνεκτιμήσουν και
να καταστρώσουν σχέδια αντιμετώπισης τεσσάρων κρίσιμων ζητημάτων, τα οποία αν
δεν αντιμετωπιστούν με το κατάλληλο μείγμα πολιτικής θα τους εγκλωβίσουν σε μία
νεοφιλελεύθερη (στην καλύτερη περίπτωση ηπιότερη αυτής των συντηρητικών και
φιλελεύθερων κομμάτων) πολιτική όπως έγινε και κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Το πρώτο πρόβλημα που θα κληθεί να
αντιμετωπίσει ένα κόμμα που διατείνεται ότι εμπνέεται από το ιδεώδες του σοσιαλισμού είναι
πώς θα μπορέσει να χαράξει μία εθνικά ανεξάρτητη πολιτική στο πλαίσιο
των περιορισμών που θέτει η διπλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις
ΗΠΑ (στρατιωτική και γεωπολιτική) και τη Γερμανία/ΕΕ (οικονομική
εξάρτηση). Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν και σε πιο
βαθμό, μία κυβέρνηση σοσιαλιστικού προσανατολισμού έχει την ευχέρεια να
εφαρμόσει μία πολυδιάστατη/πολυμερή εξωτερική πολιτική ξεπερνώντας τη
δεσπόζουσα επίδραση του «Αμερικάνικου παράγοντα» στη διεθνή πορεία
της χώρας.
Εδώ θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι μόλις
πρόσφατα η ΝΔ έδωσε «γη και ύδωρ» στις ΗΠΑ που
-τουλάχιστον συγκυριακά-αύξησαν υπέρμετρα την ισχύ τους στο γεωπολιτικό πεδίο
της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας.
Το δεύτερο ερώτημα που ένα σοσιαλιστικό κόμμα καλείται να
απαντήσει είναι πώς θα ξεπεράσει τα εμπόδια που επιβάλει η δημοσιονομική
και νομισματική πολιτική της ευρωζώνης αλλά και οι κανόνες ακραίου
ανταγωνισμού που εγκαθίδρυσε ο Γερμανικός ορντολιμπεραλισμός στην Ευρωπαϊκή
Ένωση. Οι παραπάνω δύο τομές αποτελούν αναγκαία συνθήκη προώθησης
ενός νέου παραγωγικού προτύπου που θα είναι φιλικό προς τις λαϊκές
τάξεις και θα προάγει την ευημερία των πολλών.
Στην κατεύθυνση μίας φιλολαϊκής αναπτυξιακής πολιτικής ένας σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας του οποίου η επίδραση πρέπει, επίσης, να συρρικνωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό είναι η πολιτική επιρροή των μεταπρατικών – κομπραδόρικων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό, τη ναυτιλία, το εισαγωγικό εμπόριο και τον κλάδο των ακινήτων και τα συμφέροντά τους συμπίπτουν με την εξάρτηση της χώρας από ξένα κέντρα.
Ως αντιστάθμισμα στην επιρροή τους θα πρέπει αναπτυχθεί
μία «νέα εθνική επιχειρηματική τάξη» (ατομικοί επιχειρηματίες και
συστάδες επιχειρήσεων, δημόσιες επιχειρήσεις, συνεταιρισμοί) η οποία δεν θα
εγκλωβιστεί στις αδυναμίες της πολιτικής αστάθειας του μεσοπολέμου ούτε στην
εσαεί εξάρτησή της από την κρατική χρηματοδότηση που είχε ως αποτέλεσμα τα
κρατικοδίαιτα «νέα τζάκια» του 1980-90.
Το δεύτερο πρόβλημα που θα κληθεί να
αντιμετωπίσει ένα κόμμα σοσιαλιστικού προσανατολισμού που διεκδικεί τη
διακυβέρνηση της χώρας, είναι η ντε φάκτο «δημοκρατική εκτροπή» που
σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια ως απόρροια της ακολουθίας κρίσεων (χρέους,
προσφυγική, πανδημική, υβριδικές πολεμικές επιχειρήσεις από την πλευρά της
Τουρκίας, ενεργειακή κρίση) που βίωσε και συνεχίζει να βιώνει η ελληνική
κοινωνία.
Πιο συγκεκριμένα, οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν για τη διαχείριση των παραπάνω κρίσεων οδήγησαν σε ένα γενικευμένο «καθεστώς εξαίρεσης» στο οποίο οι αποφάσεις λαμβάνονται από τον ηγεμόνα- πρωθυπουργό κατά την κρίση του ίδιου και του στενού του επιτελείου το οποίο απέκτησε ετεροβαρή ισχύ και αρμοδιότητα στα «δημόσια πράγματα».
Σ΄ αυτό το γενικευμένο καθεστώς εξαίρεσης οι κοινωνικές παροχές και γενικότερα η κοινωνική πολιτική του κράτους αποδεσμεύτηκαν από τη ρητορική των κοινωνικών δικαιωμάτων και πλέον συνδέονται με την υποχρέωση των πολιτών να ακολουθήσουν συγκεκριμένα πρότυπα συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν ως αρμόζουσες και αποδεκτές, επιτελεία «ειδικών» που καθοδηγούνται και εποπτεύονται από το εκάστοτε πρωθυπουργικό περιβάλλον και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που ελέγχονται από την ελληνική ολιγαρχία και τον πλαισιώνει.
Η πολιτική εξουσία των
τελευταίων ετών προκειμένου να αντλήσει τη λαϊκή αποδοχή/ανοχή, επένδυσε τα
μέγιστα στο γενικευμένο φόβο και την επισφάλεια που καλλιεργούν τα μέσα
ενημέρωσης και η επιλεκτική ενεργοποίηση των δικαστηρίων σε βάρος πολιτών και
οργανώσεων που αρθρώνουν εναλλακτικές πολιτικές πρακτικές και εναντιώνονται
στις πολιτικές τους. Επιπλέον, θεσμοθετήθηκε πληθώρα «ανεξάρτητων
αρχών» που λαμβάνουν κρίσιμες αποφάσεις με την επίκληση της ειδικής
τεχνογνωσίας των μελών τους χωρίς όμως δημοκρατικό
έλεγχο και κοινωνική λογοδοσία.
Η κατάργηση των παραπάνω αντιδημοκρατικών θεσμών και
πρακτικών προϋποθέτει την εισαγωγή και εγκαθίδρυση νέων θεσμών
εκπροσώπησης των λαϊκών συμφερόντων στις δημόσιες και κρατικές
πολιτικές κάτι που μόνο ένα νέο δημοκρατικό σύνταγμα σοσιαλιστικής
κατεύθυνσης μπορεί να διασφαλίσει και συνεπώς η συνταγματική αναθεώρηση θα
πρέπει να είναι μείζονα προτεραιότητα μίας σοσιαλιστικής
διακυβέρνησης.
Το τρίτο ζήτημα που καλείται να
αντιμετωπίσει ένα κόμμα σοσιαλιστικού προσανατολισμού είναι η δημιουργία
πλατιών κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που θα στηρίξουν και θα
προωθήσουν τον προοδευτικό κοινωνικό μετασχηματισμό της χώρας. Το μεγάλο
εμπόδιο που θα πρέπει να ξεπεραστεί σ’ αυτό το πεδίο είναι η ηγεμόνευση και
διείσδυση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας στον τρόπο κατανόησης των κοινωνικών
προβλημάτων. Πιο συγκεκριμένα τις τελευταίες δεκαετίες και
κυρίως μετά το 2000, τα μείζονα κοινωνικά προβλήματα εκτοπίστηκαν από τη
δημόσια συζήτηση ή/και προσδιορίζονται από την πρωτοκαθεδρία της οπτικής των
διακρίσεων και εκπλήρωσης των δικαιωμάτων που συνδέονται με μία αντίληψη
αυτοπροσδιορισμού αποκλειστικά σε ατομική βάση(π.χ. ΛΟΑΤΚΙ+, μετανάστες,
μειοψηφικές κουλτούρες, ΑμεΑ) χωρίς καμία αναφορά στην ταξική διάσταση της
κοινωνικής καταπίεσής τους.
Ένα κόμμα σοσιαλιστικού προσανατολισμού οφείλει να στοχεύσει
πρωτίστως στην αντιμετώπιση της διάχυτης οικονομικής ανισότητας,
της φτώχειας και της στέρησης, της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και
της επισφάλειας αλλά και του υψηλού δημογραφικού
προβλήματος και να εντάσσει τα προβλήματα διακρίσεων, ταυτοτήτων και
δικαιωμάτων στη διαφορετικότητα σε μία στρατηγική αλλαγής των ταξικών
ισορροπιών προς την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Προς αυτή την κατεύθυνση οι εμβληματικοί άξονες μίας
σοσιαλιστικής κοινωνικής πολιτικής είναι οι τέσσερις παρακάτω κατά την άποψή
μου:
–Μείωση του ημερήσιου και
εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας χωρίς μείωση των αποδοχών (π.χ. έξι ώρες
εργασίας πέντε μέρες τη βδομάδα). Εκατό και πλέον χρόνια μετά την πρώτη
διεθνή σύμβαση για το οκτάωρο (1920) είναι επιτακτική ανάγκη να τεθεί
το ζήτημα του εξάωρου ως αναγκαία συνθήκη αντιμετώπισης των αρνητικών
επιπτώσεων της ψηφιακής επανάστασης και της γενικευμένης ανεργίας και
επισφάλειας που θα προκληθεί αν διατηρηθεί το ισχύον εργασιακό πρότυπο.
-Δεύτερη βασική προϋπόθεση για
την κοινωνική απελευθέρωση είναι η θεσμοθέτηση ενός καθολικού και άνευ
όρων εισοδήματος για όλους. Όπως έχει καταδειχθεί από μία σειρά ειδικών
μελετών, στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ το βασικό εισόδημα μπορεί να εφαρμοστεί
με μικρό πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος. Ειδικά στην Ελλάδα είναι εφικτό
να δοθεί, άμεσα, ένα βασικό εισόδημα περίπου 500 ευρώ το μήνα σε όλους
τους νέους/νέες που ολοκληρώνουν την εκπαίδευσή τους και επιδιώκουν να
ενταχθούν στην αγορά εργασίας και τον επαγγελματικό στίβο, για χρονικό
διάστημα τριών ετών από τη στιγμή της αποφοίτησή τους. Με την εφαρμογή αυτού
του προγράμματος μία κυβέρνηση σοσιαλιστικής κατεύθυνσης μπορεί να διευρύνει
τις προοπτικές επαγγελματικής και κοινωνικής ένταξης των νέων, να αποτρέψει
το brain-drain και
την επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος, να διευκολύνει τη δημιουργικότητα
των νέων και τις καινοτομίες στην παραγωγή και την οικονομία και
ταυτόχρονα θα ασκηθεί ισχυρή πίεση στους εργοδότες για την αύξηση του
κατώτατου μισθού.
-Τρίτη βασική προϋπόθεση για τον
κοινωνικό μετασχηματισμό είναι η διαγραφή μεγάλου μέρους των δημόσιων και
ιδιωτικών χρεών που αντιστοιχούν σε τόκους και η αναδιευθέτηση των όρων
αποπληρωμής του αρχικά δανειζόμενου κεφαλαίου.
Τέλος, μία σοσιαλιστική διακυβέρνηση θα πρέπει να
διασφαλίσει τα βασικά δημόσια αγαθά (εκπαίδευση/επιμόρφωση,
υγεία, φροντίδα, ενέργεια, κατοικία και ελεύθεροι δημόσιοι χώροι στο αστικό
περιβάλλον τη φύση και τις ακτές) σε όλους τους πολίτες και κατοίκους της
εθνικής επικράτειας.
-Τέταρτο κομβικό ζήτημα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα σοσιαλιστικό κόμμα είναι αυτό της δομής και της οργάνωσής του. Στις μέρες μας, τα αριστερά και σοσιαλιστικά κόμματα σαγηνευμένα από τις επικοινωνιακές δυνατότητες που προσφέρουν τα ψηφιακά δίκτυα και προκειμένου να διευρύνουν την εκλογική τους επιρροή επενδύουν στις πλατφόρμες ψηφιακής επικοινωνίας όπως είναι το facebook (meta), το tweeter και το linkedin παραμερίζοντας την οργανωτική συγκρότηση και την ιδεολογική τους συνοχή. Αν και αυτά τα μέσα αυξάνουν το εύρος επικοινωνίας και προβολής των κομματικών θέσεων και ενδεχομένως ενισχύουν την εκλογική επιρροή, αλλοιώνουν το χαρακτήρα ενός σοσιαλιστικού κόμματος και το μεταλλάσσουν είτε σε κόμμα-δίκτυο είτε σε κόμμα- καρτέλ. Έτσι όμως είναι αδύνατο να γίνουν σοβαρές κοινωνικές ρήξεις και να διευρυνθούν τα θεσμικά, κοινωνικά, οικονομικά και γεωπολιτικά όρια άσκησης αυτοτελούς σοσιαλιστικής πολιτικής.
Οι πολιτικοί σχηματισμοί που
στηρίζονται ετεροβαρώς στα ψηφιακά δίκτυα υστερούν σε ιδεολογική και
οργανωτική συνοχή. Χωρίς στιβαρές κομματικές οργανώσεις και χωρίς ενιαία
ιδεολογική αντίληψη των πραγμάτων όπως έδειξαν τα πρόσφατα παραδείγματα
του ΣΥΡΙΖΑ, των Podemos, του Sanders και
του Corbyn η αξιοποίηση αυτών των δικτύων επιφέρει μόνο προσωρινή
επιρροή και οφέλη και στην πρώτη δυσκολία διασκορπίζονται σαν «σακί με
πατάτες που σκίζεται» για να θυμηθούμε τη διάσημη φράση του Καρλ Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ
του Λουδοβίκου Βοναπάρτη.
Για ένα σοσιαλιστικό κόμμα που δεν αναλώνεται στους εκλογικούς μηχανισμούς και αξιώνει τον κοινωνικό μετασχηματισμό, η ιδεολογία και η κομματική οργάνωση αποτελούν τα θεμέλια και το σκελετό του ενώ τα δίκτυα είναι τα επιχρίσματα του.
Τα τελευταία διευρύνουν την επιρροή και την οργάνωση των κομμάτων με σοσιαλιστικό προσανατολισμό όταν δεν υποκαθιστούν αλλά πλαισιώνουν τις κομματικές οργανώσεις και την ιδεολογική συνοχή του κόμματος.
Συνεπώς, η ιδεολογική
επιμόρφωση και η κατάρτιση των κομματικών στελεχών και μελών
σε τεχνικές οργάνωσης και διαχείρισης πρέπει να
αποτελέσει κεντρική προτεραιότητα της κομματικής ηγεσίας των
πολιτικών σχηματισμών που επικαλούνται το σοσιαλιστικό ιδεώδες.
*Ο
Κώστας Δημουλάς είναι Αναπληρωτής Καθηγητής
στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών
Επιστημών
**Το παρόν κείμενο αποτελεί
επεξεργασμένη γραπτή απόδοση της παρέμβασή μου στην εκδήλωση βιβλιοπαρουσίασης
του συλλογικού τόμου «Σοσιαλισμός και πολιτική εξουσία σήμερα» των εκδόσεων
Διόνικος και συνιστά τα συμπεράσματα που αποκόμισα από τη μελέτη των κειμένων
που περιέχονται σε αυτό. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του
Ερευνητικού Δικτύου για το Σοσιαλισμό και τη Δημοκρατία στις 7.7. 2022 στον
κήπο του Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών.
ΠΗΓΗ: topontiki.gr
Οι απόψεις που αναφέρονται στο άρθρο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση της Ρωγμή στην ενημέρωση.
Ρωγμή στην ενημέρωση
Δεν υπάρχουν σχόλια