ΙΔΙΩΤΙΚΑ Ή ΚΡΑΤΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ; ΔΗΜΟΣΙΑ!
ΑΠΟΨΗ
Του Αλέξανδρου Πατραμάνη
Το πανεπιστήμιο, κατά την χιλιόχρονη ιστορική του πορεία -σχηματικά από την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας (1088) ως την επικύρωση της Γενικής Συμφωνίας για τις Συναλλαγές στον τομέα των Υπηρεσιών [GATS] (1994) και την έναρξη της Διαδικασίας της Μπολόνιας (1999)-, πέρασε από μια σειρά φάσεων που κορυφώθηκε με την ίδρυση του Πανεπιστήμιου του Βερολίνου (1810). Εκεί, και υπό την επιρροή του Wilhelm von Humbodlt, συγκροτήθηκαν κάποιες καταστατικές αρχές οι οποίες, στην ιστορική τους ανάπτυξη, αποτέλεσαν το πρότυπο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν τα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο: η ενότητα έρευνας και διδασκαλίας, η ισότητα διδάσκοντα διδασκόμενου, η ολότητα της γνώσης, η αυτομόρφωση και η ελευθερία της γνώσης. Ας τις δούμε πιο αναλυτικά:
Η πρώτη αρχή σημαίνει ότι ο πανεπιστημιακός είναι αδιαίρετα ερευνητής και δάσκαλος γιατί διδάσκει ότι ερευνά και ερευνά ότι διδάσκει. Δεν είναι τυχαίο ότι οι 805 πρυτάνεις που συνυπέγραψαν την Magma Charta Universitatum το 1988 τόνισαν ότι «Η διδασκαλία και η έρευνα είναι αδιαίρετη».
Η δεύτερη αρχή -η ισότητα διδάσκοντα διδασκόμενου- απορρέει από την πρώτη και την ολοκληρώνει: η ενότητα έρευνας και διδασκαλίας ολοκληρώνεται με την ενότητα μάθησης και έρευνας και τη συμμετρία διδασκαλίας και μάθησης: ο δάσκαλος μαθαίνει από το μαθητή του και το αντίστροφο. Κατά τη διαδικασία της διδασκαλίας, η έρευνα του μαθητή είναι συνέχεια της έρευνας του δασκάλου ενώ η έρευνα του δασκάλου είναι συνέχεια της έρευνάς του ως μαθητή και της έρευνας των μαθητών του.
Ως τρίτη αρχή, η ολότητα της γνώσης αποτελεί τον σκοπό της πανεπιστημιακής μάθησης, διδασκαλίας και έρευνας στην ενότητά τους. Αυτό σημαίνει ότι η γνώση διαφοροποιείται, δεν τεμαχίζεται, και ότι η έρευνα και η διδασκαλία κινείται ενιαία, χωρίς διακρίσεις, στο συνεχές της γνώσης του φυσικού και ανθρώπινου κόσμου. Αρχικά, η προσέγγιση αυτή αντιστοιχούσε στην διάκριση ανάμεσα στο ακαδημαϊκό πανεπιστήμιο και τις επαγγελματικές σχολές, κατά την οποία οι πανεπιστημιακές σπουδές δεν οδηγούσαν στην άσκηση ενός επαγγέλματος και δεν αποσκοπούσαν στην αγοραία κατάρτιση και την παραγωγή δεξιοτήτων αλλά στην κοινωνική μόρφωση και την ανάπτυξη μη απαλλοτριώσιμων/εμπορεύσιμων ικανοτήτων. Η τροπή των πανεπιστημιακών σπουδών σε επαγγελματικές, παρότι σχετικοποίησε τον όρο της ολότητας της γνώσης, δεν αναίρεσε την ουσία της. Αφενός γιατί το πεδίο της κάθε ιδιαίτερης επαγγελματικής γνώσης όφειλε να καλύπτει το μέγιστο δυνατό μέρος της γνωστικής ολότητας που του αντιστοιχεί. Αφετέρου, γιατί οι πανεπιστημιακές σπουδές όφειλαν να εδράζονται σε μια βάση στοιχειώδους ολικής γνώσης που εκτείνονται και σε περιοχές πέραν του ιδιαίτερου επαγγελματικού γνωστικού πεδίου.
Τέταρτη αρχή -η αυτομόρφωση- σημαίνει ότι η ευθύνη της ολικής και κατά πεδίο μόρφωσης είναι προσωπική ευθύνη του κάθε ανθρώπου. Η γνώση του κόσμου και η αυτογνωσία, ως τελικός της στόχος, είναι αποτέλεσμα της αυτομόρφωσης.
Πέμπτη και θεμελιώδης αρχή είναι η ελευθερία της γνώσης -η λεγόμενη και ακαδημαϊκή ελευθερία-, την οποία διασφαλίζει η αυτονομία του Πανεπιστημίου απέναντι στους θεσμούς της «οικονομικής δύναμης και πολιτικής εξουσίας» κατά τη διατύπωση της Magna Charta Universitatum.
Οι αρχές αυτές προϋποθέτουν και ολοκληρώνουν η μια την άλλη και ορίζουν τόσο τις εσωτερικές όσο και τις εξωτερικές σχέσεις του Πανεπιστημίου.
Από τη μια μεριά, η αυτονομία του Πανεπιστημίου -ως ανεξαρτησία από τις πολιτειακές αρχές και τις οικονομικές δυνάμεις που διασφαλίζει την ελευθερία στη γνώση, την έρευνα και τη διδασκαλία- αποτελεί την αναγκαία συνθήκη ώστε να αποκτήσουμε τις κοινωνικές εκείνες ικανότητες -γνώση και ήθος- που μας συγκροτούν σε ενιαία προσωπικότητα και μας επιτρέπουν να μετέχουμε ως ίσοι, από κοινού με τα άλλα μέλη της κοινότητας, σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής.
Από την άλλη, η αυτονομία δεν είναι μια αυτοτελής ιδιότητα του πανεπιστήμιου αλλά η σχέση του με τους φορείς της πολιτειακής και της οικονομικής εξουσίας, που πραγματώνεται με την ελευθερία της γνώσης και τον έλεγχο της εξουσίας από τη γνώση. Με άλλα λόγια, η ελευθερία της γνώσης είναι διπλή: αρνητική – ελευθερία από την πολιτειακή και οικονομική εξουσία, και θετική – ελευθερία να ασκείς έλεγχο στην εξουσία. Από τη σχέση αυτή απορρέει ο δημόσιος χαρακτήρας του πανεπιστήμιου το οποίο, με αυτή την έννοια, αποτελεί ένα δημόσιο χώρο που δεν είναι ούτε ιδιωτικός ούτε κρατικός.
Είναι προφανές ότι καμιά από τις αρχές του πανεπιστήμιου δεν παραμένει πλέον αλώβητη: η ενότητα έρευνας και διδασκαλίας διασπάται ανάμεσα στον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης (τον χώρο αγοράς τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών υπηρεσιών) και τον Ευρωπαϊκό Χώρο Έρευνας (τον χώρο της αγοράς ερευνητικών υπηρεσιών), η ισότητα διδάσκοντος διδασκόμενου και η αυτομόρφωση δεν περιλαμβάνονται καν στην Magna Charta Universitatum, ενώ η ελευθερία της γνώσης ταυτίζεται πλέον με την ελευθερία της αγοράς και την παραγωγή μιας αγοραία καθοριζόμενης και κρατικά επιβαλλόμενης γνώσης.
Τέλος, η αυτονομία του πανεπιστημίου καθίσταται κενό γράμμα καθώς η κρατικοποίηση των δημόσιων Πανεπιστήμιων -η κρατική επιτήρηση και ο κυβερνητικός έλεγχος- είναι ο αναγκαίος όρος για την ανάπτυξη και τη ρύθμιση της ελεύθερης αγοράς στην ανώτατη εκπαίδευση και τη λειτουργική ιδιωτικοποίησή της.
Η κριτική αυτή προφανώς και δεν αφορά τα διαβόητα «μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά» ιδρύματα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών τα οποία ούτε πληρούν ούτε και καταστατικά θα μπορούσαν να πληρούν έστω και έναν από τους παραπάνω όρους και άρα μπορούν να ονομαστούν «πανεπιστήμια» μόνο καταχρηστικά.
Δεν είναι τυχαίο ότι καμιά από τις εξαγγελίες της κυβέρνησης και των συμμάχων της δεν αναφέρεται σε καμιά από τις αρχές οι οποίες, ως ρυθμιστικό ιδεώδες, χαρακτήριζαν τα δημόσια πανεπιστήμια. Αρκεί να αναφέρω ότι πλέον ως «πανεπιστήμιο» ορίζεται ένα ίδρυμα παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών που έχει τρεις σχολές και τριάντα κατόχους διδακτορικού. Σημαίνει αυτό ότι θα πρέπει να παραμείνουμε απαθείς απέναντι στην ίδρυσή τους;
Το αντίθετο.
Ωστόσο, η στήριξη των κρατικών πανεπιστημίων δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αναθεωρήσουμε την παραδοσιακή, και εν πολλοίς αδιέξοδη, αντιδιαστολή του κρατικού με το ιδιωτικό και την ταύτιση του πρώτου με το δημόσιο. Γιατί έτσι, πέρα από όλα τα άλλα, παίζουμε το παιγνίδι του αντιπάλου. Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις Πιερρακάκη (10-1-2024):
«Θα μπορούσε κανείς να δει την εξέλιξη της ερμηνείας του άρθρου 16 μέσα στο χρόνο. Αν ανοίξουμε το άρθρο 16 και αρχίσουμε να το διαβάζουμε, θα δούμε ότι υπάρχει μία λέξη, “δωρεάν”. Όμως έχουμε δίδακτρα στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο, στα μεταπτυχιακά.Τι έχει έρθει να πει το Συμβούλιο της Επικρατείας εδώ: Ότι το 1975 δεν υπήρχαν μεταπτυχιακά, οπότε μπορούμε να έχουμε δίδακτρα στα μεταπτυχιακά, παρότι λέμε δωρεάν στο Σύνταγμα. Τι έχουμε έρθει να κάνουμε στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο; Έχουμε δίδακτρα και στα προπτυχιακά».
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι μόνο η επιβολή διδάκτρων ή το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ιδρυμάτων αλλά και οι κοινωνικές λειτουργίες που επιτελούν και, κατά συνέπεια, η υποχρέωσή μας να συγκροτήσουμε νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης που να προτάσσουν το δημόσιο ως εναλλακτική επιλογή στην κεφαλαιο-κρατική επίθεση που δεχόμαστε.
Ρωγμή στην Ενημέρωση
Δεν υπάρχουν σχόλια