ΒΥΡΩΝΑΣ/ Στιγμές από την Ιστορία της πόλης: Το Δημοτικό σχολείο στην οδό Σωκίων κατά το τέλος της δεκαετίας του 60

 

                                                                         Αναδημοσίευση 

Σήμερα, σας παρουσιάζουμε την εξαιρετική ανάρτηση της Αγνής Ιωάννου που έκανε προ χρόνων στην «Ομάδα Φίλων της σελίδας «Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα», όπου σε αυτή μας περιγράφει, με αφορμή την μεταγραφή της στο Δημοτικό Σχολείο της οδού Σωκίων, την κατάσταση που επικρατούσε στα δημοτικά σχολεία κατά το τέλος της  δεκαετίας του '60, τόσο από την πλευρά των μαθητών όσο και από αυτή των δασκάλων.

Βρίσκει την ευκαιρία, σε αυτή την ανάρτησή της, να αναφερθεί στις προκλήσεις της εποχής (βλέπε τηλεόραση, διαφήμιση κ.λ.π.),  στο επίπεδο του εκπαιδευτικού προσωπικού (λίγο πολύ όλοι περάσαμε από τέτοιες καταστάσεις) και τέλος στα πρώτα  «ερωτικά» σκιρτήματα.

Διαβάστε το, αξίζει.

«Μετά την Σχολή Καλπάκα, όταν ήταν να πάω στη Δεύτερη τάξη, καθώς και η αδερφή μου είχε φύγει πια για το γυμνάσιο στο Αρσάκειο, και δεν θα ήμασταν στο ίδιο σχολείο πια, επαναστάτησα και ζήτησα να πάω στο σχολείο της γειτονιάς μου, στον από πάνω δρόμο από το σπίτι μας, τη Σωκίων όπου άκουγα τα παιδάκια απ' την αυλή μας να παίζουν στα διαλείμματα και ήμουν σίγουρη πως ήταν όλα πολύ πιο ευτυχισμένα, απ’ ότι εγώ στο άθλιο και καταθλιπτικό σχολείο του Παγκρατίου στη Δαμάρεως. Καθότι θα γλίτωναν και τα δίδακτρα, οι δικοί μου υποχώρησαν, και έβγαλα το υπόλοιπο δημοτικό στη Σωκίων.

Το φχαρηστήθηκα πολύ, επειδή ήμουν ψυχή αλήτικη (εντελώς του δρόμου όλη μέρα στη ρούγα), η γιαγιά δεν ασχολούνταν, και οι γονείς μου έλειπαν συνεχώς οπότε έκανα ότι ήθελα, γύριζα στους δρόμους κι έπαιζα  πετροπόλεμο με τα άλλα  παιδιά, πήγαινα στο ομορφότερο μαγαζί του κόσμου απέναντι από το σχολείο που ήταν ξέχειλο, από πάνω μέχρι κάτω με μεταχειρισμένα κόμικς: Μίκι Μάους Σεραφίνο, Τιραμόλα, Διάπλαση των Παίδων, Μικρό Ήρωα, Ήτα Βήτα Μπλέκ, και Καριμπού και ότι άλλο τράβαγε η ψυχή μου και χανόμουν ώρες ψάχνοντας. Η μυρωδιά του παλιού κιτρινισμένου χαρτιού ήταν θεϊκή κι εγώ που ήμουν μεγάλη βιβλιολάτρης και βιβλιοφάγος λάτρευα και τα κόμικς. Και τα περιοδικά. Ξέρετε τώρα, Ρομάντζο, Ντόμινο Φαντάζιο και Θησαυρό, όσα αγόραζε η γιαγιά μου δηλαδή.

Όταν δεν γύριζα στους δρόμους διάβαζα Ιούλιο Βερν, και Π.Σ. Δέλτα, και Έκτορα Μαλό, και Μαρκ Τουέιν και ότι άλλο έπεφτε στα άπληστα για βιβλία χέρια μου και ευτυχώς οι γονείς μου πάντα φρόντιζαν να φέρνουν κι άλλα, επειδή δεν με προλάβαιναν. Τηλεόραση δεν υπήρχε ακόμα, κι ακούγαμε ραδιόφωνο, Καλημέρα Παιδάκια με τη θεία Λένα, και Μικρή Πικρή μου Αγάπη και το Σπίτι των Ανέμων. 

     Β' τάξη Δημοτικού Σχολείου στην οδό Σωκίων (σχολ. 1967-1968)


Και εκεί, κάπου στα 9 μου, εμφανίστηκε και η τηλεόραση.

 Εμείς δεν αγοράσαμε, επειδή οι γονείς μου φοβούνταν πως θα αποβλακωθούμε, και αναβλήθηκε έτσι η αναπόφευκτη αποβλάκωση μας για πέντε με έξι χρόνια. Στον πυρετό που ακολούθησε όπου όλοι αγόραζαν κι από μία, και είχαν σχεδόν όλοι οι συγγενείς μας αλλά και όλοι οι συμμαθητές και συμμαθήτριες μου, εμείς κρατούσαμε χαρακτήρα, ως κουλτουριάρηδες που δεν καταδέχονται να πέσουν σε τέτοια επίπεδα και να υποβάλλουν τον εαυτό τους σε «προγράμματα της αισχίστης  υποστάθμης και υποκουλτούρας».

Εγώ, ήθελα πολύ να το υποστηρίξω όλο αυτό, μου φαινόταν πολύ σπουδαίο αλλά δεν ήμουν σίγουρη ποια στάση να κρατήσω όταν οι φίλες μου γούρλωναν τα μάτια μόλις μάθαιναν πως εμείς δεν έχουμε το μαγικό αυτό κουτί. Όπου έβρισκα ευκαιρία πήγαινα στα σπίτια τους και  καρφωνόμουν μπροστά στην τηλεόρασή τους.

Δεν πέρασε και πολύς καιρός και υπέκυψα στη λαχταρά μου να έχουμε τηλεόραση, και ας αποβλακωνόμουν, και ζήτησα από τη μαμά και τον μπαμπά να πάρουν μία. Η μαμά, μου είπε τη συνηθισμένη της ρήση: «Εσύ παιδάκι μου, όταν μεγαλώσεις, πρέπει να παντρευτείς εφοπλιστή.

Όλο θέλω – θέλω είσαι.»

Δεν θυμάμαι πώς, αλλά μαθεύτηκε πως ζητάνε παιδάκια για διαφημίσεις

στην τηλεόραση και κάποια γνωστή  της μαμάς, ήρθε να με ψάξει. Εγώ

μέχρι τα 9 μου ήμουν ήδη επαγγελματίας παράνυφος. Όποιος γνωστός, συγγενής, η συνάδερφος παντρευόταν, ήθελε όπως και δήποτε παράνυφο εμένα. Με έτρεχαν σε κομμωτήρια και μου έκαναν κότσους και με  αλαιπωρούσαν καθώς με έντυναν με σκληρά άσπρα λουστρίνια που με χτύπαγαν, και μού έβαζαν φουρό και φιογκάκια, και μετά με φωτογράφιζαν. Πιο πολλές ετοιμασίες είχα εγώ παρά οι νύφες.

Οπότε, αμέσως σκέφτηκαν πως καταλληλότερο άτομο για τη διαφήμιση της ΗΒΗ δεν υπήρχε από μένα. Και για να πάω στο κάστινγκ, έπρεπε να έχω μπουκ με φωτογραφίες, και με πήγαν σε επαγγελματία φωτογράφο.

Εγώ τόσο είχα κομπλάρει στο στούντιο που ήταν αδύνατον να μου βγάλουν καλές φωτογραφίες, άσε που δεν μπορούσες να με κάνεις να σκάσω χαμόγελο καθότι τα δόντια μου είχαν σχισμή στη μέση και ήταν μεγάλα, σαν χαυλιόδοντες όπως αποφάνθηκε η αδερφή μου μια μέρα, κι έτσι αντί να χαμογελάω έκανα μια γκριμάτσα κρατώντας τα χείλια ερμητικά κλειστά.

Χρειάστηκε να πάω 16 χρόνων και να μου πει κάποιος πόσο ωραίο χαμόγελο έχω για να αρχίσω να τολμάω να χαμογελάσω και να φανούν οι χαυλιόδοντές μου.

Με τα πολλά, έφτιαξα τελικά μπουκ με καλλιτεχνικές φωτογραφίες και στο κάστινγκ με διάλεξαν για τη διαφήμιση. Και είπα «Ξέρω τι πίνω:

Πίνω χυμό!», και πληρώθηκα 500 δραχμές που ήταν μια περιουσία τότε (και τα οποία χρήματα ουδέποτε είδα) και άρχισε να παίζεται η διαφήμιση, αλλά εγώ δεν είχα τηλεόραση να τη δω.

 Έγινα διάσημη

στο σχολείο και στη γειτονιά αυτοστιγμεί. Και όλοι με σταματούσαν και μου έλεγαν πως με είδαν στην τηλεόραση κι εγώ έσκαγα γιατί την είχαν δει ΟΛΟΙ εκτός από μένα. Τελικά, κατάφερα να με δω δύο φορές όλες κι όλες.

Μετά άρχισε το μαρτύριο.

Τι με έπαιρναν από πίσω και με έπιαναν στην καζούρα αγόρια του  σχολείου. Τι μου φώναζαν από μακριά

 «Τι πίνεις;» η, «Ξεεεέρω τι πίνω» με έναν πολύ χυδαίο τρόπο γεμάτο κάποια υπονοούμενα , που εγώ δεν έπιανα, και έκαναν πως περπατάνε σαν και μένα και χαχάνιζαν.

Τι με φώναζαν ψώνιο. Τι με σχολίαζαν οι δάσκαλοι.

Ας πούμε, η κυρία Νίτσα (άλλη μία  μεγάλη παιδαγωγός) με ρώταγε με νόημα «Εσύ Αγνούλα, θα μας πεις μάθημα, ή δεν μας καταδέχεσαι πιά τώρα που είσαι διάσημη;» και άλλα τέτοια νόστιμα, πάντα μπροστά στην τάξη.

Υπήρχαν και οι διάφοροι φαν μου, που φέρονταν λες και ήμουν διάσημη σταρ, και που αισθάνονταν μεγάλη τιμή να λένε πως πάμε μαζί σχολείο.

Μετά η διαφήμιση σταμάτησε να παίζεται και ο ντόρος καταλάγιασε, και ησύχασα, κι έχασα κάπως την δόξα μου για κάτι που είδα μόνο δύο φορές, για το οποίο πληρώθηκα πολλά χρήματα που ουδέποτε είδα.

Το δημοτικό κύλισε λοιπόν, με δύο τρομερούς παιδαγωγούς για δασκάλους, την κυρία Νίτσα και τον κύριο Τάσο. Η κυρία Νίτσα (με προφορά το νι) ήταν υπέροχος άνθρωπος, τι να σας πρωτοπώ. Δεν έχανε ευκαιρία να κάνει εποικοδομητική κριτική, ειδικά σε έναν συμμαθητή μας που ήταν λίγο αγαθός και πολύ μεγαλόσωμος (και δεν το είχα σκεφτεί τότε, πως μάλλον ήταν μεγαλόσωμος επειδή ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία). Αυτό το παιδί, δεν έχανε ευκαιρία να το βοηθήσει να αισθανθεί άνετα μέσα στην τάξη, και για να τονίσει την φροντίδα της, αρεσκόταν να τον τσιμπάει από το αυτί, να του το στρίβει αλλά και να πιάνει το τσουλούφι που όλα τα αγόρια άφηναν πάνω από το μέτωπο και να το  τραβάει μέχρι να δακρύσει από τον πόνο. Αυτές τις τρυφερές χειρονομίες τις μοίραζε αφειδώς σε όλα τα αγόρια. Ο συγκεκριμένος συμμαθητής μας ήταν πάντα με κατακόκκινα αυτιά.

                                                               Μαθητές του Δημοτικού Σχολείου της οδού Σωκίων μασκαρεμένοι.

Για μας, τα κορίτσια, είχε άλλο μενού. Όταν μας σήκωνε στον πίνακα, αν κάναμε ένα λάθος, το επαναλάμβανε με κοροϊδευτική φωνή. Και μίλαγε για μας στο τρίτο πρόσωπο, μπροστά μας. «Η Αγνούλα, δεν διάβασε το μάθημα της σήμερα! Θα είχε πολλές δουλειές φαίνεται!»

Επίσης, μας έστελνε δυο-δυο είτε στον Παπαλόη (μανάβη) είτε στον Πατεράκη (μπακάλη) είτε στον χασάπη, να της ψωνίσουμε, και μας έδινε και το κλειδί να τα πάμε και στο σπίτι της που ήταν τρεις στάσεις λεωφορείου από το σχολείο και να τα ταχτοποιήσουμε. Πάντα την ώρα του μαθήματος. Αυτή την εξαιρετική τιμή μας την έκανε μόνο αν ήμασταν καλές μαθήτριες, ένας ζηλευτός τίτλος που σε έβαζε στην ελίτ της τάξης, και τότε μπορούσες επιτέλους να της κάνεις κι εσύ θελήματα. Ήταν πολύ καλή στο να δίνει κίνητρα. Δεν άφησε μπαμπά για μπαμπά σιδερά, υδραυλικό, ότι, που να μην του φορτώθηκε για χάρες και δωρεάν υπηρεσίες. Μια φορά, έφερε τη μοδίστρα (τη μαμά της Μαρίας) και έκανε πρόβα δύο φούστες, επάνω στην έδρα, (ναι, αλήθεια λέω) και πολύ ενοχλήθηκε που εμείς αρχίσαμε να μιλάμε και να κάνουμε φασαρία.

Ο κύριος Τάσος πάλι, ήταν  γλυκύτατος, και συμπαθέστατος.  Έμενε ακριβώς απέναντι από το  σπίτι μας και έπαιζα με την κόρη του, οπότε με συμπαθούσε πολύ και ήταν πολύ φιλικός μαζί μου. Είχε κι έναν τετράγωνο χάρακα και κρατώντας το χέρι μας με το αριστερό του, για να σιγουρευτεί  πως θα χτυπήσει το άτακτο χέρι μας σωστά και αποτελεσματικά δεν σταμάταγε αν δεν αποκτούσε η παλάμη μας τη σωστή κόκκινη απόχρωση. Εμένα όμως πολύ λυπόταν όταν έπρεπε να με δείρει.

 Αλλά στην Τετάρτη αχ, ήρθε ο κύριος Δαμίγος. Αχ ο κύριος Δαμίγος. Νέος, από απόσπαση ουρανοκατέβατος, καλός, δεν χτύπαγε, δεν έβριζε, όλοι τον λατρεύαμε. ΄Έκανε ενδιαφέρον  το μάθημα. Και μια μέρα παντρεύτηκε, και μαντέψτε ποια έγινε παράνυφος με μάξι μπροκάρ φόρεμα, και κότσο και τιάρα, τρέμοντας από την περηφάνια;

Σωστά μαντέψατε.

 Και δέκα μέρες μετά, συνέβη ο δεύτερος δημόσιος εξευτελισμός μου. Ήμουνα απογευματινή στο σχολείο και η γιαγιά είχε φτιάξει φρικασέ. Εκείνη την εποχή, εγώ ήδη είχα αναπτύξει μία διατροφική  διαταραχή, γιατί είχα κολλήσει στα 19 κιλά από την δευτέρα δημοτικού μέχρι και την Τετάρτη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είμαι 25 τουλάχιστον.

Αυτό ήταν μεγάλο θέμα στο σπίτι και  επί δύο χρόνια με ζύγιζαν και δεν  έπαιρνα γραμμάριο. Έτρωγα μόνο φακές, ψωμί, τυρί και γάλα. Ότι άλλο μου σέρβιραν το γύριζα γύρω-γύρω στο πιάτο και του άλλαζα σχήμα χωρίς να τρώω πάνω από δύο μπουκιές. Στο μεταξύ εκείνα τα χρόνια το σόι μαγείρεψε πολλή φακή,  καθότι εγώ δεν άφησα θεία που να μην πάω να θρονιαστώ σπίτι της από δύο – τρεις μέρες μέχρι και μήνα αν ήταν καλοκαίρι. Όλες ήθελαν να με περιποιηθούν και με ρώταγαν τι να μου μαγειρέψουν και εγώ ανελλιπώς  απαντούσα «φακές» μέχρι που σταμάτησαν να με ρωτάνε και μόλις κανονιζόταν η επίσκεψη, πάντα με περίμενε ένα πινάκιο φακής.  Εκείνο το μεσημέρι είχαμε το φρικασέ, που για μένα εμπεριείχε τη λέξη φρίκη μέσα του. Ούτε να το δω δεν ήθελα, με όλα αυτά τα αηδιαστικά πράσινα και το αρνί να κολυμπάνε μαζί με κρεμμύδια και σε άσπρη σάλτσα. Δεν ήταν ούτε νορμάλ φαγητό, αλλά ούτε  καν σούπα (κι όπως φρόντιζε να λέει η μαμά, «στην Αγνή αρέσουν οι σούπες, επειδή βαριέται να μασάει»). Για να  μην αρχίσω με τη μυρωδιά. Στις 2 παρά πέντε λοιπόν, πήρα την σάκα μου να πάω στο σχολείο, αλλά ο μπαμπάς που  έτρωγε εκείνη την ώρα, με τσάκωσε να βγαίνω στην αυλή από την κουζίνα, και με ρώτησε αν έφαγα φαΐ.

Είπα κατ’ ευθείαν ψέματα, πως βέβαια και είχα φάει κι έφυγα σαν σίφουνας. Όταν μπήκαμε στην τάξη από το διάλειμμα, επάνω στην έδρα ήταν ένα τάπερ, και το κοιτάγαμε όλοι πιστεύοντας πως ο υπέροχος δάσκαλός μας θα έχει κάποιο καινούργιο κόλπο να κάνει το μάθημα ενδιαφέρον. Το τάπερ ήταν φτυστό με ένα της γιαγιάς, αλλά δεν υποψιάστηκα. Μπαίνει στην αίθουσα ο κύριος Δαμίγος, και μας λέει (με καλοσυνάτη φωνή): « Η Αγνούλα, παιδιά, δεν τρώει το φαΐ της. Και είπε και στον μπαμπά της ψέματα πως έφαγε. Έλα εδώ Αγνούλα.» Και πήγα. Και με ανέβασε στην έδρα. Και με έβαλε να φάω ΟΛΟ το φρικασέ, μπροστά σε όλη την τάξη που διασκέδασε τρομερά, μετρώντας τις μπουκιές μου, που σαν από θαύμα κατάφερα να καταπιώ χωρίς να κάνω εμετό.

Κι αν μου το είχε κάνει η κυρία  Νίτσα, πάει καλά. Αν μου το είχε κάνει ο κύριος Τάσος, πάει καλά.

Αλλά ποτέ δεν θα φανταζόμουν πως ο  αγαπημένος μου κύριος Δαμίγος θα μου έκανε τέτοιο πράγμα. Όμως αυτό που με πλήγωσε πιο βαθιά, ήταν που μου το έκανε ο μπαμπάς.

Ήξερα ότι που και που εξοργιζόταν, αλλά ποτέ δεν τον φοβήθηκα αληθινά.  Και πως όταν τα έπαιρνε στο κρανίο, τα έπαιρνε για τα καλά. Αλλά με τι ψυχή έφερε το φαγητό μου στο  σχολείο και είπε και στον δάσκαλό μου να με υποχρεώσει να το φάω; Είχε την ηθική αυτουργία. Βέβαια, σύντομα του το συγχώρησα. Επειδή ο μπαμπάς, ότι και να μου έκανε, ήταν κατ’ αρχήν συγχωρημένο. Του μπαμπά του είχα συγχωρήσει προκαταβολικά  ότι και να μου έκανε. Είχε μόνιμο συγχωροχάρτι, επειδή ήταν εκείνος. 

Όσο για την ερωτική μου ζωή στο δημοτικό, ήταν έντονη.

Αφού έγιανε η καρδιά μου από τον χωρισμό μου με τον Μιχαλάκη, στη Δευτέρα δημοτικού, γνώρισα τον Τάκη και μου  έκλεψε την καρδιά μέχρι και την  Πέμπτη τάξη. Στην Έκτη, δηλαδή στηνΣΤ΄ του έκανα όμως απιστίες με κάποιον άλλο που δεν ήταν τόσο όμορφος, αλλά ήταν έξυπνος με χιούμορ και είναι τότε που ανακάλυψα τον τύπο μου στους άνδρες. Όλοι έλεγαν πως κι ο Τάκης ήταν ερωτευμένος μαζί μου αλλά δεν ξέρω να σας πω, ποτέ δεν ομολογήσαμε τι αισθανόμασταν.

Αλλά βέβαια, μας είχαν όλοι στο  μεζέ για χρόνια, όμως παίρναμε  δύναμη και οι δύο απ' την κρυφή και ανομολόγητη αγάπη μας και αντέξαμε την κοροϊδία του κόσμου.  Ποτέ δεν μιλήσαμε, αλλά μόνο κοκκινίζαμε και οι δύο όταν  στεκόμασταν κοντά, και κοιτάγαμε χάμω και με το πόδι κάναμε κύκλους στο χώμα αλλά ποτέ δεν κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο. Και καθώς άρχισε να ψηλώνει, ερχόταν στο σχολείο με τα παντελόνια του μια παλάμη πάνω από  τον αστράγαλο, και τα μανίκια του σχεδόν στους αγκώνες, και ντρεπόμουν για λογαριασμό του, θύμωνα και με τη μάνα του που τον έστελνε έτσι στο σχολείο να ντροπιάζεται. Αλλά τότε ήταν δύσκολα χρόνια και καταλάβαινα πως οι γονείς του δεν είχαν χρήματα να του πάρουν άλλα ρούχα.

Προσπαθούσα πάντως να μην κοιτάω τα κανιά του που εξείχαν γιατί κοκκίνιζε».

 Ιστορικό υλικό : «Το Δημοτικό Σχολείο της οδού Σωκίων»                          ανάρτηση της Αγνής Ιωάννου στην «Ομάδα Φίλων της Σελίδας “Πάλαι ποτέ στο Βύρωνα »

Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας και σχολιασμός : Μιχαήλ Γ. Τοπούζης

 

                                                                      Ρωγμή στην ενημέρωση

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από jusant. Από το Blogger.