Έρευνα Pulse για τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας σε ολόκληρη την Ευρώπη: Aπό το 35ωρο στο... 60ωρο
Αφροδίτη Τζιαντζή, Lola García-Ajofrín, Justė Ancevičiūtė, György Folk, Silvia Martelli, Krassen Nicolov, Sarah Rost *
Η Ελλάδα κατέχει τα πρωτεία στην εβδομαδιαία εργασία στην Ευρώπη των «27», ακόμη και πριν θεσπίσει το εξαήμερο.
Σύμφωνα με έρευνα-τομή που καταγράφει τις απόψεις των ίδιων των εργαζομένων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, το ποσοστό αυτών που ανέφεραν ότι εργάζονται 48 ώρες ή περισσότερο την εβδομάδα -άρα πέραν της οδηγίας της Ε.Ε.- ήταν 34% στην Ελλάδα, 26% στη Ρουμανία, 24% στην Πολωνία και 23% στην Τσεχία, αλλά μόνο 10% στις Κάτω Χώρες και 9% στη Δανία. Σε Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία το ποσοστό ήταν περίπου 14% και στην Ιταλία 20%
Η Γερμανία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και το Βέλγιο ανήκουν στις χώρες της Ε.Ε. που έχουν εισαγάγει πιλοτικά προγράμματα για την 4ήμερη εργάσιμη εβδομάδα. Στον αντίποδα, η Ελλάδα θεσμοθετεί με νόμο το 6ήμερο και στρέφει πάνω της τα βλέμματα όλης της Ευρώπης. Και όχι, δεν είναι για καλό. «Γερμανοί, κάντε το όπως οι Ελληνες», συμβούλευε η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, σε ένα άρθρο που έβριθε από στερεότυπα και ανακρίβειες. Για παράδειγμα, αφού παραδεχόταν ότι οι Ελληνες έχουν τη μεγαλύτερη εργάσιμη εβδομάδα στην Ευρώπη, υποστήριζε ότι η 6η ημέρα εργασίας είναι προαιρετική και ο εργαζόμενος μπορεί να αρνηθεί.
Φυσικά, όποιος έχει διαβάσει έστω και στα πεταχτά τις επίμαχες διατάξεις στον νόμο Γεωργιάδη (Ν.5053/2023, άρθρα 26-27), θα δει ότι η 6ήμερη εργασία μπορεί να επιβληθεί μονομερώς από τον εργοδότη, εφόσον επικαλεστεί σοβαρούς λόγους, και ότι από πουθενά δεν προκύπτει πως ο εργαζόμενος μπορεί να αρνηθεί (εκτός από λόγους ασθένειας κ.λπ.). Αλλα δημοσιεύματα ήταν πιο κριτικά, φιλοξενώντας απόψεις Ελλήνων εργαζομένων, συνδικάτων και επιστημόνων που χαρακτήρισαν το νομοθέτημα «ταφόπλακα στο πενθήμερο» (Guardian) και «τεράστια οπισθοδρόμηση» (CNBC).
Τι συμβαίνει όμως με την εργάσιμη εβδομάδα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης; Οι συνεργάτες του Pulse χαρτογραφούν το εργασιακό τοπίο κάθε χώρας, όχι μόνο μέσα από την εθνική νομοθεσία, τις στατιστικές και τους εργατολόγους, αλλά και όπως το βιώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Το συμπέρασμά τους; Μπορεί η Ελλάδα να έχει τα πρωτεία στα ωράρια-λάστιχο, αλλά, ακόμα και στην προοδευτική Γαλλία του 35ωρου, το ξεχείλωμα του εργάσιμου χρόνου ζει και βασιλεύει.
Το ευρωπαϊκό πλαίσιο
Η Γαλλία υπήρξε πρωτοπόρος της καθιέρωσης της 35ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, ήδη από το 2000, με τον περίφημο νόμο Ομπρί, από το όνομα της νεαρής τότε υπουργού Εργασίας Μαρτίν Ομπρί, σήμερα δημάρχου της Λιλ. Η νομοθεσία εξακολουθεί να ισχύει, αν και στην πράξη ορισμένοι εργαζόμενοι μπορεί να εργάζονται περισσότερες ώρες.
Με ανώτατο όριο 35 ώρες την εβδομάδα, η Γαλλία αποτελεί εξαίρεση στην Ε.Ε., όπου στις περισσότερες χώρες η τυπική εβδομαδιαία εργασία είναι 40 ώρες. Οταν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τις υπερωρίες, τότε σε χώρες όπως η Ελλάδα ισχύει (τυπικά) το 48ωρο, ενώ σε χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία υπάρχουν διατάξεις που επιτρέπουν υπό συνθήκες έως και το 60ωρο. Βέβαια, στην πράξη η Αυστρία και η Γερμανία έχουν τη μικρότερη εργάσιμη εβδομάδα σε όλη την Ευρώπη, με 33,6 και 34 ώρες αντίστοιχα (μέσος όρος Ε.Ε. 36,1 ώρες - Ελλάδα 39,8, πηγή: Εurostat).
Σχετική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας Eurofound επισημαίνει ότι ο ρόλος των συλλογικών διαπραγματεύσεων στον καθορισμό της διάρκειας του χρόνου εργασίας διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Το 2022, ο συνήθης ετήσιος χρόνος εργασίας που συμφωνήθηκε με συλλογικές συμβάσεις ήταν περίπου 1.726 ώρες στην Ε.Ε.-27. Σύμφωνα με την έρευνα του Eurofound, συνολικά ο μεγαλύτερος ετήσιος χρόνος εργασίας στην Ε.Ε. εντοπίζεται στην Εσθονία και την Ουγγαρία (με 1.856 ώρες), χώρες όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των κανονισμών του χρόνου εργασίας. Ακολουθεί από κοντά η Ελλάδα με 1.840 ώρες ετησίως.
Οι λιγότερες ετήσιες ώρες εργασίας εντοπίζονται στη Γαλλία (1.608 ώρες), τη Δανία (1.643) και τη Φινλανδία (1.680 ώρες). Αυτό σημαίνει ότι, κατά μέσο όρο, ένας Εσθονός ή Ούγγρος εργαζόμενος εργάστηκε 248 ώρες περισσότερο από έναν Γάλλο εργαζόμενο το 2022 και ένας Ελληνας 232 ώρες. Προϋπόθεση, βέβαια, να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, κάτι που δεν είναι απαραίτητα ο κανόνας.
Ο Χόρχε Καμπρίτα, διευθυντής ερευνών στη μονάδα εργασιακής ζωής του Eurofound, μας παραπέμπει σε τηλεφωνική έρευνα που διεξήγαγε το ίδρυμα το 2021. Θεωρείται έρευνα-τομή, καθώς καταγράφει τις απόψεις των ίδιων των εργαζομένων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το ποσοστό των εργαζομένων που ανέφεραν ότι εργάζονταν 48 ώρες ή περισσότερο την εβδομάδα -άρα πέραν της οδηγίας της Ε.Ε.- διέφερε σημαντικά από χώρα σε χώρα: 34% των εργαζομένων στην Ελλάδα, 26% στη Ρουμανία, 24% στην Πολωνία και 23% στην Τσεχία, αλλά μόνο 10% των εργαζομένων στις Κάτω Χώρες και 9% στη Δανία. Στη Γαλλία, όπως και στην Ισπανία και τη Γερμανία, το ποσοστό αυτό είναι περίπου 14%. Στην Ιταλία είναι 20%.
Ιταλία - Βέλγιο - Βουλγαρία: από το 38ωρο στο 48ωρο και στο... 56ωρο
Τυπικά οι τρεις αυτές χώρες έχουν ένα κοινό: Σύμφωνα με τον νόμο (που ισχύει σε όλη την Ε.Ε.), η μέγιστη διάρκεια των εβδομαδιαίων ωρών εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 48 ώρες, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών. Από εκεί και πέρα αρχίζουν οι διαφορές. Για παράδειγμα, ο μέσος εργάσιμος χρόνος στην Ιταλία είναι 36,1 ώρες την εβδομάδα, όσο και ο μέσος όρος της Ε.Ε. Ωστόσο, σε ορισμένες ιταλικές πόλεις, όπως το Μιλάνο, είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη η υπερωριακή εργασία, ιδίως σε τομείς υψηλής έντασης, όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η μόδα και η τεχνολογία.
Στη Βουλγαρία, η πραγματική εβδομάδα εργασίας είναι από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε. - 39 ώρες. Επιτρέπεται με τον νόμο έως και το 12ωρο, αρκεί να μεσολαβεί 12ωρη ανάπαυση. Αν μάλιστα κάποιος εργάζεται με βάρδιες, τότε η εργάσιμη εβδομάδα μπορεί να φτάσει έως και τις... 56 ώρες. Στον αντίποδα, στο Βέλγιο, ο τυπικός χρόνος εργασίας είναι 38 ώρες και η μέση εργάσιμη εβδομάδα είναι 34,5 ώρες - από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. Σε αντίθεση με πολλές χώρες της Ε.Ε, στο Βέλγιο οι συλλογικές διαπραγματεύσεις διαδραματίζουν μέχρι σήμερα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανονισμών για τον χρόνο εργασίας. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αξιοσημείωτη τάση προς μεγαλύτερη ευελιξία, τηλεργασία και κλιμακωτό ωράριο, που συμφωνούναι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων με τα συνδικάτα.
Το γαλλικό θαύμα... δεν είναι και τόσο θαύμα
To Vox Europe μίλησε με δύο εργαζομένους που έζησαν τη μετάβαση στο 35ωρο με τον νόμο Ομπρί - που έγινε υποχρεωτικός και για τις μικρότερες επιχειρήσεις κάτω των 20 ατόμων μετά το 2002. Πόσο επηρέασε η αλλαγή αυτή τις ζωές τους; Η Αν Σκαρπάρο είναι 53 ετών, υπεύθυνη προμηθειών σε επιχείρηση εμπορίας υφασμάτων. Σήμερα δουλεύει κατά μέσο όρο 7,5 ώρες την ημέρα, εκτός από ειδικές περιπτώσεις. Η ίδια δεν επηρεάστηκε από τη μετάβαση στο 35ωρο, καθώς, όπως λέει, το 2002 ήδη είχε σύμβαση προϊσταμένης 37,5 ωρών. Συνέχισε να δουλεύει τις ίδιες ώρες, τις οποίες όμως μπορούσε να πάρει ως ρεπό, επιπλέον της άδειας. Πρόκειται για τις λεγόμενες ημέρες RTT (Récupération du temps de travail) ή ανάκτηση δυνάμεων από τον χρόνο εργασίας. «Οι ημέρες αυτές προστίθενται στις κανονικές αμειβόμενες αργίες και υπολογίζονται με βάση το πόσες αργίες υπάρχουν στο ημερολογιακό έτος: Μπορώ να έχω έως και 13 επιπλέον ημέρες άδειας, όπως συμβαίνει φέτος», λέει η Αν. Το καθαρό της εισόδημα είναι 2.200 ευρώ τον μήνα.
Για τον βιοτέχνη αρτοποιό Σαχάντ Ζερζούρ, 45 ετών, η μετάβαση στο 35ωρο δεν έγινε ποτέ. «Ξυπνάω μεταξύ 3 και 5 π.μ. Εργάζομαι περίπου 15 ώρες την ημέρα. Μένω εκεί που εργάζομαι και κοιμάμαι μεταξύ 11 και 12 τα μεσάνυχτα. Προσπαθώ να κοιμάμαι νωρίς, αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνω», δηλώνει στο Pulse. Ο ίδιος υπολογίζει ότι σε μία εβδομάδα οι εργάσιμες ώρες του είναι σχεδόν 100. Ως αυτοαπασχολούμενος δεν έχει σταθερό μηνιαίο μισθό. Φοβάται ότι αν πουλούσε αύριο την επιχείρησή του δεν θα αποζημιωνόταν για τις τόσες ώρες που δουλεύει. «Η σύζυγός μου όμως έχει έναν κανονικό πλήρη μισθό, οπότε ζούμε κυρίως από αυτόν», λέει.
Λιθουανία: επιτρέπεται έως και... το 60ωρο
Στη Λιθουανία, εκτός από το 48ωρο της εργάσιμης εβδομάδας συν τις υπερωρίες, ο μέγιστος χρόνος εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών και της πρόσθετης εργασίας, είναι 12 ώρες την ημέρα και 60 ώρες την εβδομάδα. Προϋπόθεση, η ετήσια υπερωριακή απασχόληση να μην ξεπερνά τις 180 ώρες, ενώ για το 12ωρο πρέπει τυπικά να συμφωνήσει και ο εργαζόμενος. Οι προσαυξήσεις στις υπερωρίες κυμαίνονται από 50% επιπλέον του ωρομισθίου ώς 100% σε αργίες και νυχτερινές ώρες. Στην πράξη όμως τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Οπως λέει η Λόρα (τα πλήρη στοιχεία της στη διάθεση των συντακτών του Pulse), πρώην εργαζόμενη σε εταιρεία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, μόλις προσλήφθηκε, στα 29 της χρόνια, «συνειδητοποίησα ότι η ποιότητα ενός εργαζομένου μετριέται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο πρόθυμος είναι να εργαστεί αμισθί, εκτός ωραρίου εργασίας. Το να δουλεύεις από το πρωί μέχρι και αργά το βράδυ -τουλάχιστον ώς τις 19.30 και ώς τις 21.00- θεωρείται όχι απλά φυσιολογικό, αλλά επιθυμητό». Για τη Λόρα, που προσπαθούσε να μείνει έγκυος αλλά δεν μπορούσε, με τους γιατρούς να αναφέρουν ως αιτία και το εργασιακό άγχος, η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε όταν μια φορά σηκώθηκε να φύγει στην ώρα της από το γραφείο, επειδή είχε μια ανειλημμένη υποχρέωση. «Ο διευθυντής με είδε και ρώτησε αυστηρά «πού πας;». Οταν του είπα ότι πρέπει να φύγω, έκανε έναν μορφασμό αποδοκιμασίας. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχαν όρια σε αυτόν τον εργασιακό χώρο. Εκλαιγα σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι. Εδωσα πραγματικά πολλά από τον εαυτό μου -χρόνο, γνώσεις, προσπάθεια- σε αυτή την εταιρεία». Η Λόρα υπέβαλε την παραίτησή της. Εμεινε έγκυος σχεδόν αμέσως μετά την αποχώρησή της από το τοξικό εργασιακό περιβάλλον.
Η στατιστική διαψεύδει τον μύθο του «τεμπέλη Ελληνα»
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2023, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα ηλικίας 20-64 ετών εργάζονται 39,8 ώρες την εβδομάδα για την κύρια εργασία τους, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε.
Στην Ελλάδα τυπικά ισχύει το 40ωρο-5ήμερο, που γίνεται έως και 48ωρο με τη νόμιμη υπερεργασία (αρκεί να μην ξεπερνάει τους 4 μήνες κατ’ ανώτατο όριο). Ομως με βάση τη ρύθμιση για τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» που ψηφίστηκε με τον νόμο Χατζηδάκη (4008/2021), ο εργαζόμενος μπορεί «εθελοντικά» να εργαστεί 10 ώρες ημερησίως ώς και 4 ημέρες συνεχόμενα και να πάρει την πέμπτη μέρα ρεπό. Τα συνδικάτα άσκησαν έντονη κριτική στη συγκεκριμένη διάταξη, όπως και στο σύνολο του νόμου, αφού στην πράξη η διευθέτηση του χρόνου εργασίας γίνεται με βάση τα «θέλω» του εργοδότη. Μάλιστα ο νόμος Χατζηδάκη τροποποιήθηκε επί τα χείρω με εφαρμοστικές εγκυκλίους, με αποκορύφωμα την τροποποίηση του Ιουνίου, που χαρίζει ώς και δύο ώρες δωρεάν εργασίας τη μέρα στους εργοδότες, με το πρόσχημα της «ευέλικτης προσέλευσης».
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ειδικά στα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, είναι ότι δεν καταγράφονται οι υπερωρίες, όπως θα ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν οι εργοδότες. Ούτε ο εργαζόμενος ενημερώνεται εκ των προτέρων για τυχόν υπερωρίες ούτε ερωτάται αν συμφωνεί κ.λπ. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, οι υπερωρίες είναι ο κανόνας στα εστιατόρια και τα ξενοδοχεία», λέει στο Pulse o Γιώργος Στεφανάκης, εργαζόμενος στην efood και πρόεδρος του Συνδικάτου Επισιτισμού Τουρισμού Αττικής. «Συνήθως οι εργοδότες, προκειμένου να κρατήσουν το προσωπικό τους να εργάζεται υπό τέτοιες συνθήκες, επειδή υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού, κάνουν ανεπίσημες συμφωνίες με τον εργαζόμενο για κάποια επιπλέον χρήματα. Εννοείται ότι το ποσό αυτό δεν δηλώνεται, καταβάλλεται «κάτω από το τραπέζι», χωρίς ασφάλιση ή επιδόματα», συμπληρώνει.
Ειδικά στα νησιά, οι απλήρωτες υπερωρίες είναι ο κανόνας. «Εκεί δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Δεν υπάρχουν αρκετοί επιθεωρητές εργασίας για να επιβάλουν τον νόμο. Ο μέσος χρόνος εργασίας τη θερινή περίοδο είναι τουλάχιστον 9 ώρες τη μέρα. Υπάρχουν ημέρες που εργάζονται 11 ώς 13 ώρες. Τις τελευταίες μέρες μάλιστα καταγγέλλονται συνεχώς περιπτώσεις λιποθυμιών εργαζομένων, κυρίως καμαριέρες σε δωμάτια ξενοδοχείων, επειδή εργάζονταν υπερβολικά πολλές ώρες, σε πολύ αγχωτικές συνθήκες», καταλήγει ο συνδικαλιστής.
Σύμφωνα με τον Γιάννη Κουζή, κοσμήτορα της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου και καθηγητή εργασιακών σχέσεων, το ζήτημα του χρόνου εργασίας στην Ελλάδα χωρίζεται σε δύο σκέλη: «Πρώτον, σε ό,τι αφορά τον συμβατικό χρόνο εργασίας -που δεν περιλαμβάνει τις υπερωρίες-, η Ελλάδα έχει ήδη τη δεύτερη μεγαλύτερη εβδομαδιαία εργασία στην Ευρώπη, μετά την Εσθονία - 40 ώρες εβδομαδιαίως. Ο μέσος όρος της συμβατικής εβδομάδας εργασίας στην Ευρώπη είναι 37,5 ώρες. Δεύτερον, όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, η εβδομάδα εργασίας μπορεί να επιμηκυνθεί έως και 45 ή ακόμη και 50 ώρες, ιδίως μετά τις ρυθμίσεις «διευθέτησης του χρόνου εργασίας» που ψηφίστηκαν με τον νόμο Χατζηδάκη».
Ο κ. Κουζής εξηγεί ότι «ενώ η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, μαζί με την Ισπανία, όταν ο νόμος ενθαρρύνει την υπερωριακή εργασία με χαμηλό κόστος, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα, διότι δεν διευκολύνει τις νέες προσλήψεις. Οι εργοδότες προτιμούν να «καλύπτουν» τις επιπλέον απαιτήσεις με το υπάρχον προσωπικό, ακόμη και αν οι εργαζόμενοι «υπερεργάζονται» μέχρι εξαντλήσεως». Ο ίδιος συμπληρώνει ότι ο υψηλός βαθμός υποστελέχωσης συνδέεται με το ζήτημα της κακής υγείας των εργαζομένων. «Ειδικά όταν οι εργαζόμενοι με χαμηλό εισόδημα έχουν κίνητρο να εργάζονται περισσότερο, ελπίζοντας ότι θα πληρωθούν επιπλέον, κάτι που είναι επίσης αμφισβητήσιμο. Τέτοιες πρακτικές οδηγούν συνήθως σε άλλα ζητήματα κακομεταχείρισης των εργαζομένων, εις βάρος της υγείας τους, και αυξάνουν τον κίνδυνο εργατικών ατυχημάτων», καταλήγει ο καθηγητής.
*Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος PULSE, μιας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας που διευκολύνει τη διεθνή δημοσιογραφική συνεργασία και στην οποία συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα η «Εφ.Συν.». Για το ρεπορτάζ εργάστηκαν οι: Αφροδίτη Τζιαντζή («Εφ.Συν.» Ελλάδα), Lola García-Ajofrín (El Confidencial, Ισπανία), Justė Ancevičiūtė (DELFI, Λιθουανία), György Folk (HVG/EUrologus, Βρυξέλλες-Ουγγαρία), Silvia Martelli (Il Sole 24 Ore, Ιταλία), Krassen Nicolov (ΜediaPool, Boυλγαρία), Sarah Rost (Voxeurop-Γαλλία).
Η ομάδα του PULSE
Εφ.Συν.- Ελλάδα
OBCT [1] - Ιταλία
Delfi [2] - Λιθουανία
Deník Referendum [3] - Τσεχία
Der Standard [4] - Αυστρία
El Confidencial [5] - Ισπανία
Gazeta Wyborcza [6] - Πολωνία
Hotnews [7] - Ρουμανία
HVG [8] - Ουγγαρία
Il Sole 24 Ore [9] - Ιταλία
Mediapool [10] - Βουλγαρία
n-ost [11] (Γερμανία)
VoxEurop [12] (Γαλλία)
Links:
------
[8] https://hvg.hu/
[11] https://n-ost.org/
[15] http://www.efsyn.gr
[16] http://www.miir.gr
Τα περιεχόμενα του προγράμματος Pulse διανέμονται με άδεια Creative Commons BY-NC-ND 2.5 IT. Η αναδημοσίευση προϋποθέτει υποχρεωτική αναφορά στους συντάκτες και στο πρόγραμμα με έναν άμεσο ενεργό σύνδεσμο προς την αρχική σελίδα του άρθρου.
Αναδημοσίευση από efsyn.gr - 16/07/2024
Ρωγμή στην Ενημέρωση
Δεν υπάρχουν σχόλια