ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: Γεννήθηκε το 1853 ο Γεώργιος Σουρής. Σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης
Σατιρικός ποιητής, δημοσιογράφος και εκδότης, πολύ δημοφιλής στο κοινό της εποχής του, κυρίως χάρη στην εβδομαδιαία εφημερίδα Ο Ρωμηός, την οποία εξέδιδε από το 1883 έως το 1918.
Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 2 Φεβρουαρίου 1853.
Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος (η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο) και τον προόριζε για κληρικό, αλλά για οικονομικούς λόγους αναγκάστηκε να τον στείλει υπάλληλο στο κατάστημα ενός Έλληνα σιτεμπόρου στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόγκ) της Ρωσίας.
Ήταν πάντα αφηρημένος γιατί δεν του άρεσε το εμπόριο και γέμιζε τα κατάστιχα με στίχους που έγραφε κρυφά.
Γύρισε στην Ελλάδα το 1879 και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για τα προς το ζην εργαζόταν ως γραφέας σ’ ένα συμβολαιογραφείο και παράλληλα έγραφε ποιήματα και συνεργαζόταν με σατιρικές εφημερίδες της εποχής: Ασμοδαίος του Εμμανουήλ Ροΐδη, Μη χάνεσαι! του Βλάσση Γαβριηλίδη και Ραμπαγάς του Κλεάνθη Τριανταφύλλου.
Το 1881 παντρεύεται την Μαρή Κωνσταντινίδου, από την Χίο με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τέσσερεις κόρες κι ένα γιο, τον Κρίτωνα Σουρή, ανώτερο τραπεζικό υπάλληλο και ποιητή.
Στις 2 Απριλίου1883 σε ηλικία 30 χρονών εξέδωσε τον ΡΩΜΗΟ, μια εβδομαδιαία έμμετρη τετρασέλιδη σατιρική εφημερίδα, την οποία έγραφε εξ’ ολοκλήρου. «Νονός» του τίτλου ήταν ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης.
Ο Σουρής διέκοψε την έκδοση της εφημερίδας τον Αύγουστο, για να δώσει τις εξετάσεις του στο πανεπιστήμιο. Απορρίφθηκε, όμως, στη μετρική «μετά πολλών επαίνων», όπως έλεγε ο ίδιος, από τον καθηγητή Σεμιτέλο, τον οποίο έκανε αργότερα πασίγνωστο στο Πανελλήνιο με τους σατιρικούς του στίχους.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης και το ποίημά του «Ο Ρωμηός» που σατιρίζει τον χαρακτήρα του Έλληνα, που «αραγμένος» στο καφενείο, έχει για όλα άποψη και είναι καχύποπτος για τα πάντα, βρίζει τους πολιτικούς και την Ευρώπη και ως γνήσιος «ξερόλας» δεν δέχεται την αντίθετη άποψη. Διαβάστε το ποίημα και θα καταλάβετε…
Τον Ιούνιο του 1884 ξανάβγαλε τον ΡΩΜΗΟ και τον συνέχισε χωρίς διακοπή έως το 1918.
Ο ίδιος ανήγγειλε την αποτυχία του και την επανέκδοση του Ρωμηού ως εξής:
Μετά μεγάλης μου χαράς, στους φίλους αναγγέλλω,πως εξετάσθην, των θυρών ερμητικώς κλεισμένων,στον πολυγένη Φιντικλή και τον σπανό Σεμτέλοκαι απερρίφθην μυστικά, μετά πολλών επαίνων!Λοιπόν και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομε σαν πρώτα,πάλι «Ρωμηός» και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κόττα!..
Ο Ρωμηός αγαπήθηκε πολύ από τον λαό και διαβαζόταν άπληστα από τον ελεύθερο και υπόδουλο ελληνισμό. Για 36 χρόνια και οκτώ μήνες κυκλοφορούσε τακτικά κάθε Σάββατο και έκανε δημοφιλή τον Σουρή.
Τα θέματα της σάτιρας του Σουρή ήταν κοινωνικά και πολιτικά.
Ίσως, έχει γράψει τα πιο εύστοχα και διαχρονικά ποιήματα για την κακοδεμονία της Ελληνικής πολιτικής σκηνής, όπως:
“Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;” "Δυστυχία σου Ελλάς" που μέσα από τον “Ρωμηό” ο Γιώργος Σουρής, σατίριζε πολιτικούς και τραπεζίτες...
Εκτός από το ΡΩΜΗΟ, ο Σουρής έγραψε κι άλλα ποιήματα, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και επίκαιρο ποίημα του είναι το «Δυστυχία σου Ελλάς».
"Δυστυχία σου Ελλάς"Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς,
με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,
τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Γράφτηκε το 1893 σατιρίζοντας την κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο της πρώτης χρεοκοπίας, επί πρωθυπουργίας του Χαριλάου Τρικούπη. Οι ομοιότητες με τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα της κρίσης είναι χαρακτηριστικές.
Μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που παίχτηκαν σε έμμετρη απόδοσή με μεγάλη επιτυχία στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών το 1900.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας
Έγραψε τόσους στίχους, που απορούσε και ο ίδιος για την ποιητική του γονιμότητα:
Τους στίχους που τους έγραψα, φτου να μην τους βασκάνωκαι τώρα τους ξαναμετρώ μέσα στην τόση ζέστη,αν ημπορούσα δίλεπτα μονάχα να τους κάνωθάχα κι αμπέλια στην Βλαχιά, σπίτια στο Βουκουρέστι.
Στον καφενέ απέξω σα μπέης, ξαπλωμένοςΤου ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώΚαι στων εφημερίδων τα νέα βυθισμένοςΚανένα δεν κοιτάζω, κανένα δεν ψηφώ.Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,Το άλλο σε μιάν άλλη, κι ολίγο παρεκεί,Αφήνω το καπέλο και αρχινώ με πόνοΤους υπουργούς να βρίζω και την πολιτική!Ψυχή μου! Τι λιακάδα! Τι Ουρανός! Τι φύσις!Αχνίζει εμπροστά μου ο καϊμακλής καφέςΚι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσειςΚαι μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Η καλόκαρδη σάτιρα του Σουρή στρέφεται συχνά και στον ίδιο τον εαυτό του.
Να μερικά τετράστιχα από το ποίημα
Η ζωγραφιά μου:
Mπόι δυο πήχες,κόψη κακή,γένια με τρίχεςεδώ κι εκεί.Kούτελο θείο,λίγο πλατύ,τρανό σημείοτου ποιητή.Δυο μάτια μαύραχωρίς κακίαγεμάτα λαύραμα και βλακεία.Mακρύ ρουθούνιπολύ σχιστό,κι ένα πηγούνισαν το Xριστό.Πηγάδι στόμα,μαλλιά χυτάγεμίζεις στρώμαμόνο μ' αυτά.Mούρη αγρίακαι ζαρωμένη,χλωμή και κρύασαν πεθαμένη.Kανένα χρώμαδεν της ταιριάζεικαι τώρ' ακόμαβαφές αλλάζει.Δόντια φαφούτηόλο σχισμάδες,ύφος τσιφούτηγια μαστραπάδες.
Ο θαυμασμός των συγχρόνων του προς τον Σουρή υπήρξε πολύ μεγάλος. Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Θεωρήθηκε ως ο «Νέος Αριστοφάνης», εθνικός ποιητής, προτάθηκε μάλιστα το 1906 για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Ως άνθρωπος, ο ποιητής που έκανε επί δύο γενεές του Έλληνες να ευθυμούν, «ήταν ολιγόλογος, σοβαρός και μελαγχολικός την όψιν, άκακος ως αρνίον και πρότυπον καλού χριστιανού και οικογενειάρχου».
Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι παιδιά, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της, που καθώς «ήταν αδέξιος και ανέμελος» είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας.
Το καλοκαίρι του 1919 τον κατάβαλλε η γρίπη και πέθανε στο εξοχικό του στο Νέο Φάληρο στις 26 Αυγούστου 1919, σε ηλικία 66 ετών. Το πένθος για τον χαμό του ήταν πανελλήνιο και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.
Μεταθανάτια του απονεμήθηκε το παράσημο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Σωτήρος για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. Το 1932 στήθηκε η προτομή του στον κήπο του Ζαππείου.
Δεν υπάρχουν σχόλια