Πόλη και φύση: για τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το περιβάλλον (και το μέλλον του)

Του Άλεξ Κάντζιας Ρόντε

  Αναδημοσίευση


   Με την βιομηχανική επανάσταση η αντίθεση πόλης – υπαίθρου μπορεί να παύει να είναι κυρίαρχη, οι πόλεις όμως, παρά τα επιτεύγματα της τεχνολογίας και της επιστήμης, εξακολουθούν να μην μπορούν να συντηρηθούν μόνες τους. Παραμένουν έτσι τεράστιοι καταναλωτές τροφίμων, κάτι που στα μάτια του κόσμου της υπαίθρου τις κάνει να φαντάζουν ως «παρασιτικές». Και μπορεί η σύγχρονη πόλη να μην έχει σαφή όρια, η φύση όμως έχει εξοριστεί από τον ίδιο τον αστικό ιστό. Σύμφωνα με τον Henry Lefebvre η μετάβαση από τον αγροτικό στο βιομηχανικό κόσμο φέρνει έναν φετιχισμό της φύσης, την ίδια ώρα που αυτή υπόκειται σε πρωτοφανείς καταστροφές 1 και η σχέση του ανθρώπου μαζί της γίνεται εχθρική και εξωτερικεύεται.

Στα τέλη του 19ου αιώνα το κίνημα της «επιστροφής στην φύση» θα συνεπάρει έτσι τα μέλη των μεσαίων και ανώτερων στρωμάτων, στέλνοντας κάποιους να κατακτήσουν απάτητες βουνοκορφές και άλλους να αναζητήσουν την περιπέτεια σε εξωτικές ζούγκλες και ερήμους. 

Άνδρες όπως ο Friedrich Schiller, ο Georg Friedrich Daumer και ο Ludwig Feuerbach αναζητούν καταφύγιο σε μια προαιώνια και παρθένα φύση, τακτοποιημένη και κανονική που βρίσκεται έξω από και σε αντιπαράθεση με τους ταξικούς αγώνες, τις κινητοποιήσεις και τις ανατροπές της ιστορικής και πολιτικής πραγματικότητας.Γι αυτούς τους διανοουμένους ο κόσμος αυτός είναι χωρίς ιστορία, ο κόσμος της αιώνιας φιλοσοφίας, της αρμονίας και της αρετής, αποστειρωμένος από την μάχη και την αγωνία της επιβίωσης, ο οποίος βρίσκεται μακριά από τις δυστυχίες του πολιτισμού. Η φύση είναι μια σταθερά, πρακτικά δεν αλλάζει καθόλου και δεν γνωρίζει επαναστάσεις που να απειλούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων (καθώς κάτι τέτοιο θα επέφερε και τον θάνατο της).

Για τον Feuerbach η φύση βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της πολιτικής ενώ για τον Schiller μόνο στα βουνά υπάρχει ελευθερία, η φύση δεν έχει μολυνθεί από τον άνθρωπο και ο κόσμος είναι τέλειος.Οι άνδρες αυτοί αποζητούν την επανασταθεροποίηση των ηθικών δεσμών της αγροτικής κοινότητας, οι οποίοι υποτίθεται πως πηγάζουν από τον «φυσικό» δεσμό του αίματος, της γειτονιάς και της θρησκευτικής πίστης. Περιγράφουν μια παλιά εποχή όπου το έδαφος άνηκε ακόμα σε μια ιερή ενότητα, τη γη που ήταν «σπίτι» και όχι μέσο παραγωγής και η γενναιόδωρη φύση προσέφερε απλόχερα τροφή στους ανθρώπους που δεν είχαν – υποτίθεται - ανάγκη να εργαστούν προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, όπου η εργατική δύναμη (που δεν ήταν ακόμα εργατική δύναμη) αναπαραγόταν δωρεάν και οι ανθρώπινες σχέσεις «ήταν εξίσου διαφανείς με τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των αντικειμένων της φύσης».6

Εκείνοι πάλι που δεν μπορούν να δραπετεύσουν στα βουνά καταφεύγουν στην φύση του αστικού πάρκου. Ο κήπος και το πάρκο αποτελούν εδώ και αιώνες μέρος του τοπίου των ευρωπαϊκών πόλεων, στη σύγχρονη τους όμως μορφή έλκουν την καταγωγή τους από τους αγγλικούς κήπους του 18ου αιώνα, «που σχεδιάζονται ως μια εξιδανικευμένη μίμηση του φυσικού τοπίου». 7 Αν και ο κοινωνικός τους ρόλος δεν ήταν παντού ο ίδιος έρχονταν να εξυπηρετήσουν κυρίως τις ανάγκες εκείνων των στρωμάτων που διέθεταν τον απαραίτητο ελεύθερο χρόνο να αφιερώσουν σε περιπάτους, στην ιππασία και στα αθλήματα. (Να σημειωθεί μόνο εδώ πως αυτή η αυξανόμενη έλξη των υπαίθριων δραστηριοτήτων δεν αντιτίθεται στην μεταφορά της ζωής ολοένα και περισσότερο στο εσωτερικό του (αστικού) σπιτιού που παρατηρείται κατά την συγκεκριμένη περίοδο). Η δημιουργία τους θα συνδεθεί με την ανάπτυξη της ζώνης των προαστίων και την προσπάθεια αναμόρφωσης ολόκληρων περιοχών, ενώ σταδιακά θα γίνουν προσβάσιμοι σε όλο τον αστικό πληθυσμό, καθώς εκλαμβάνονται από πολλούς ως μέσο θεραπείας των κοινωνικών ασθενειών, αποτελώντας σύμφωνα με τους François Bédarida και Anthony Sutcliffe ίσως τα πιο διαβόητα παραδείγματα των πρώιμων προσπαθειών προβολής της αστικής ευπρέπειας στο δημόσιο χώρο.8

 Παραμένοντας όμως κυρίως τόποι συνάντησης και επιτηδευμένης επίδειξης των ανώτερων στρωμάτων διέπονται από αυστηρούς ηθικούς κανόνες συμπεριφοράς, με τους περιπατητές να επιδιώκουν να βιώσουν ένα συγκεκριμένο αισθητηριακό καθεστώς. Η οπτική απόλαυση των λουλουδιών ερχόταν σε αντίθεση με την οπτική μόλυνση της βιομηχανίας που αποτυπωνόταν πάνω στις προσόψεις των κτιρίων, ενώ το άρωμα τους συνδεόταν με τα ανώτερα και μεσαία στρώματα και εξοστράκιζε τις δυσάρεστες οσμές, οι οποίες συνδέονταν με τα κατώτερα στρώματα.9

 Η άποψη ότι η δυσοσμία αποτελεί πηγή ασθενειών ήταν άλλωστε στενά συνδεδεμένη με την παστερική επανάσταση, με την καθαριότητα να ταυτίζεται με τον πολιτισμό, να γίνεται όμως ταυτόχρονα και σύμβολο στάτους, όπως και κριτήριο διαχωρισμού.

Το πάρκο αποτελεί έναν χώρο στον οποίο οι επικίνδυνες ανθρώπινες αισθήσεις θα μπορούσαν να βρουν ελεγχόμενη έκφραση.10 Η δυτική Νεοτερικότητα, σημειώνει ο Δημήτρης Πλάντζος, «στοιχειώνεται από τις σωματικές αισθήσεις» γι αυτό και  «γέννησε την φαντασίωση και την ψευδαίσθηση του αυτόνομου ανθρώπου, του ατρόμητου ατόμου, της αυτοσυντηρημένης και αυτοδημιούργητης οντότητας που μπορούσε να κυριαρχεί πάνω στις ευαισθησίες, να δαμάζει και να κατακτά το αισθητηριακό βίωμα».11 Υιοθετεί έτσι την παλιά απαίτηση της φιλοσοφίας για ένα σώμα που θα είναι απλώς ένα σύνεργο που θα υπακούει χωρίς αντίσταση στον άνθρωπο, και δεν θα έχει ούτε πάθη, ούτε επιθυμία, ούτε ασυνείδητο.12   

Για τις κοινωνικές αυτές κατηγορίες του πληθυσμού ο κόσμος του πάρκου είναι ένας κόσμος πέρα και έξω από τους ανταγωνισμούς της αγοράς και την αγωνία της επένδυσης, ένας απόλυτα ρυθμισμένος κόσμος, ένας χώρος στατικός και δεδομένος, ο κόσμος της ομαλής εναλλαγής των εποχών και της ομαλής κύκλισης του κεφαλαίου, της ομορφιάς της αστικής τάξης . Είναι η «επιστροφή» μιας φύσης υποταγμένης στους ίδιους κανόνες που αρχικά την εξόρισαν: τα πάρκα αποτελούν μνημεία που αποτυπώνουν την επιδίωξη του ανθρώπου να κυριαρχήσει πάνω της και να την υποτάξει στους νέους κανόνες της βιομηχανικής εποχής. Είναι μια φύση εντός των ορίων που της έχουν υποδειχτεί και ορίζονται από τον φράχτη, ο κήπος δεν διαχέεται στην πόλη, δεν την αγκαλιάζει δεν μπαίνει στα εργοστάσια και στις πυκνοδομημένες γειτονιές.

Οι ελεύθεροι χώροι αναδύονται ως «νησίδες» εντός του αστικού ιστού, χωρίς να είναι οργανικά ενσωματωμένοι σε αυτόν. Αποτελούν έτσι ταυτόχρονα και μια άρνηση της φύσης, όντας ένας χώρος με ώρες λειτουργίας και κανόνες καλής συμπεριφοράς, όπου το ύψος των θάμνων και ο χρόνος άνθησης των λουλουδιών υποτάσσονται στα κριτήρια της σχεδιασμένης παραγωγής. Οι δημιουργοί της κατασκευάζουν μια αγνή, αρμονική και ιδεατή φύση χωρίς αντιφάσεις και συγκρούσεις, δαμασμένη, αποστειρωμένη ορθολογική και λειτουργική. Είναι ταυτόχρονα μια φύση μειωμένη στο να είναι «πράσινη» και μια φύση απόλυτη και απρόσιτη, μαγικός τόπος φυγής από την ορθολογικότητα ενός απομαγεμένου κόσμου που διασπά τον αστικό χρόνο και χώρο.

Όπως βέβαια σημειώνει και ο David Harvey το οικολογικό αυτό όραμα «κυριαρχούνταν από μια νοσταλγία για μια κοινωνική μορφή ζωής η οποία δεν υπήρξε ποτέ πέρα από τις γόνιμες φαντασίες μιας αστικής τάξης που επεδίωκε να ξεφύγει από τις αισθητικές και κοινωνικές συνέπειες των δικών της καπιταλιστικών πρακτικών» 13 και δεν ήταν δυνατόν να γεννηθεί παρά μόνο αφότου η φύση είχε ήδη σημαντικά υποταχθεί. Η βιομηχανική κοινωνία, υποστηρίζει ο Erich From, περιφρονεί την φύση, όπως και οτιδήποτε δεν έχει παραχθεί από μηχανές και όλους τους ανθρώπους που δεν παράγουν μηχανές.14 Η ιδεαλιστική αντιμετώπιση της φύσης και του παρελθόντος από διανοητές που επιχειρούσαν να αποδράσουν από αυτόν τον κόσμο της μηχανής από την άλλη αγνοεί επιδεικτικά το γεγονός ότι οι άνθρωποι των παραδοσιακών αγροτικών κοινωνιών αν και μπορεί να ήταν ενσωματωμένοι στην φύση, (σε μια φύση όμως ήδη σε μεγάλο βαθμό μετασχηματισμένη από χιλιετίες ανθρώπινης εργασίας) ήταν όμως ταυτόχρονα και απόλυτα εξαρτημένοι από αυτήν.

Ο αγώνας της επιβίωσης ήταν σκληρός και δεν είχε τίποτα το ρομαντικό ή το αρμονικό, ενώ η δυνατότητα προστασίας από τους κινδύνους της ήταν μικρή και το ενδεχόμενο της καταστροφής μόνιμος συνοδοιπόρος τους. Επιπλέον αυτή η θεώρηση δεν αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχουν προκοινωνικά άτομα και πως οι άνθρωποι εξατομικεύονται μόνο στο πλαίσιο της κοινωνίας.15 Όπως αναγνώριζε και ο Πρωταγόρας οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να ενωθούν σε ομάδες και να ξεκινήσουν να εργάζονται προκειμένου να επιβιώσουν.16 Και είναι ακριβώς μέσα από την εργασία τους που οι άνθρωποι αντλούν τις γνώσεις τους και την εικόνα τους για τον κόσμο, δεν μπορεί κατά συνέπεια να υπάρξει μια γνώση ή μια ιδέα ξέχωρα από την κοινωνική πρακτική, με τον πλούτο της φύσης να «απελευθερώνεται» μόνο με την εργασία. 17 Μόνο μια κοινωνία που είναι σε θέση να παράγει περισσότερα από τα αναγκαία για την ικανοποίηση των άμεσων αναγκών 18 μπορεί να αφιερώσει χρόνο σε μη υλικές δραστηριότητες, καλή ώρα την φιλοσοφία.

Έτσι και η ίδια η «επιστροφή» στην φύση, είτε στις βουνοκορφές είτε στο αστικό πάρκο, δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τις σύγχρονες ανακαλύψεις της τεχνολογίας όπως τον σιδηρόδρομο, τις κονσέρβες και τα μηχανήματα εκσκαφής. Οι αστικοί χώροι πρασίνου είναι ένα καθαρό προϊόν ανθρώπινης εργασίας, μια απαιτητική επέμβαση στο υφιστάμενο περιβάλλον, από την επιλογή του κατάλληλου σημείου, τα έργα υδροδότησης μέχρι και το φύτευμα των δέντρων. Παρ’ όλα αυτά εκλαμβάνονται ξέχωρα από την ανθρώπινη δραστηριότητα, γι αυτό και εκείνοι που αναλαμβάνουν την φροντίδα τους παραμένουν αόρατοι και δεν αποτελούν μέρος τους, αλλά αντίθετα αποκλείονται από την καθολικότητα αυτή. Η φύση παρουσιάζεται έτσι ως αντίθετο της ανθρώπινης εργασίας, ένας ξεχωριστός από την κοινωνία κόσμος που επιχειρείται να ενωθεί μαζί της, χωρίς όμως αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα. Η ιδέα μιας «φύσης για τον εαυτό της» και μιας πραγματικότητας αντικειμενικά ανεξάρτητης από ένα ανθρώπινο υποκείμενο που να είναι σε θέση να την αναγνωρίσει και να την συλλάβει είναι βέβαια θεολογική και μεταφυσική.19

Για τον Μαρξ αντίθετα είναι η εργασία εκείνη που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα και είναι η σχέση του ανθρώπου με την φύση δια της οποίας «ατενίζει τον εαυτό του μέσα σε έναν κόσμο δημιουργημένο από τον ίδιο» 20 καθώς «αντιλαμβάνεται τη σχέση παραγωγής ως αδιαχώριστη σχέση των ανθρώπων με την φύση και των ανθρώπων μεταξύ τους, διαμεσολαβούμενη από την εργασία».21 Στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα θα επισημάνει πως οι αξίες χρήσης πηγάζουν τόσο από την φύση όσο και από την εργασία, η οποία μετασχηματίζοντας την φύση την καθιστά γνώριμη και κομμάτι του ανθρώπου. 22 Για τον Γκράμσι η φύση είναι πρώτα και πάντα ενσωματωμένη μέσα στην διαδικασία της ιστορίας, της οποίας δρών και υποκείμενο είναι η ανθρωπότητα.23 Ο κόσμος είναι το προϊόν της ανθρώπινης δράσης, και με δεδομένο ότι η δράση εξαρτάται πάντοτε από τις συγκεκριμένες ιστορικές και υλικές συνθήκες, αναδύεται ως πολιτική κατασκευή, που σημαίνει ότι είναι προϊόν ενός συνειδητού και σκοπούμενου υποκειμένου.24 Μια αντίληψη αντίθετα που θέλει την ανθρωπότητα να κυριαρχεί επί της φύσης εξαρτάται από μια οπτική που βλέπει φύση και κοινωνία ως εξωτερικά σχετιζόμενες και σε αντιπαράθεση μεταξύ τους,25  προσδίδοντας επιπλέον στην καθεμία μια εσωτερική ενότητα που ποτέ δεν είχε.

Στη σημερινή εποχή που η κλιματική αλλαγή και η αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων απειλούν τον ανθρώπινο πολιτισμό καθίσταται επιτακτική η σύναψη μιας νέας σχέσης με την φύση, την τεχνολογία και την παραγωγή, κατά συνέπεια και με την εργασία, με την αξιοποίηση των απελευθερωτικών δυνατοτήτων της τελευταίας. Αυτό το νέο «συμβόλαιο» θα πρέπει να βασίζεται στην διαλεκτική σχέση μεταξύ των διαθέσιμων, και πεπερασμένων πολλές φορές φυσικών πόρων, και των αναγκών της κοινωνίας, διασφαλίζοντας τροφή, στέγη και ενέργεια σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας. Καθώς η εκτίμηση περί αέναης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αποδεικνύεται λανθασμένη, καθώς τα φουγάρα και το ηλεκτρικό δεν έφεραν από μόνα τους τον σοσιαλισμό σήμερα η κοινωνία βρίσκεται ξανά μπροστά σε ένα σταυροδρόμι.

Ο ένας δρόμος οδηγεί σε ένα μέλλον που ο κόσμος θα ακροβατεί στα όρια της κλιματικής κατάρρευσης, όπου η ενέργεια θα είναι αγαθό πολυτελείας και όπου οι φτωχοί θα έρχονται αντιμέτωποι με αυταρχικά μέτρα που θα περιορίζουν την πρόσβαση τους στους ελάχιστους πόρους. Ένα μέλλον ακραίων ανισοτήτων και μόλυνσης στη χειρότερη, οριζόντιας «οικοφασισιστικής ισότητας» στην «καλύτερη», διαρκούς πάντως «έκτακτης ανάγκης» και αυταρχικών περιορισμών. Ο άλλος δρόμος ανοίγεται από την ίδια την ικανότητα του ανθρώπου μέσω της εργασίας του να προσαρμόζει το περιβάλλον στις ανάγκες του χωρίς να το καταστρέφει. Απορρίπτοντας τον ιδεαλισμό μιας φύσης πέρα από τα ανθρώπινα και την αντίληψη ότι η παρουσία του ανθρώπου είναι από μόνη της καταστροφική, ο δρόμος αυτός μπορεί να συνδυάσει την «σωτηρία» της φύσης (εντέλει βασικά του ίδιου του ανθρώπου) με την «απελευθέρωση» του ανθρώπου από την προϊστορία του.

 

1 Neil Smith: Preface to Henri Lefebvre’s The Urban Revolution. Minneapolis, London: University of Minnesota Press 2003

 Ντομένικο Λουσούρντο: Η πάλη των τάξεων. Μια πολιτική και φιλοσοφική ιστορία. Αθήνα: εκδόσεις Α/συνέχεια    2014 σ. 82

3 ό, π σ. 80 – 81

Henri Lefebvre: The Urban Revolution. Minneapolis, London: University of Minnesota Press 2003 σ. 156

«Η Φυσική Κατάσταση είναι ένας μύθος, όπου οι ιδεαλιστές φιλόσοφοι φαντάζονται ότι έζησε ο άνθρωπος προτού εισέλθει στην Κοινωνική Κατάσταση: λόγου χάρη, η μοναξιά του Ροβινσώνα ή μια κοινότητα δίχως τα «μειονεκτήματα» της κοινωνίας που γνωρίζουμε. Σε αρκετές θρησκείες, αυτή η Φυσική Κατάσταση ονομάζεται Παράδεισος.                                                   Louis Althusser: Μύηση στη φιλοσοφία για του μη φιλοσόφους. Αθήνα: εκδόσεις Εκτός/Γραμμής 2019 σ. 127

ό, π σ. 129

7  Βύρων Ιωάννου: Πολεοδομικός σχεδιασμός και αρχιτεκτονική της πόλης. Εισαγωγή σε βασικές έννοιες. Αθήνα: εκδόσεις Επίκεντρο 2014: σ. 129

Alvaro Sevilla-Buitrago: Capitalist Formations of Enclosure: Space and the Extinction of the Commons. In: Antipode Volume 47, Issue 4 September 2015 σ. 999-1020 σ. 11

Ο τομέας της αισθητηριακής βιωματικής οικονομίας, σημειώνει ο Δημήτρης Πλάντζος «είναι ένα γοργά επεκτεινόμενο πεδίο για το κεφάλαιο και το κέρδος στην ύστερη νεοτερικότητα».

Δημήτρης Πλάντζος: Οι αρχαιολογίες του κλασικού. Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα. Αθήνα: εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου 2014 σ. 20

10 Στην πραγματικότητα βέβαια οι αισθήσεις έχουν συγκροτηθεί ιστορικά και κοινωνικά, «η αισθητηριακή πρόσληψη διαμορφώνεται από μνήμες – ποτέ δεν είναι προστοχαστική πρωταρχική εμπειρία».

ό, π σ. 142

11 ό, π σ. 77

12 Althusser 2019: σ. 129

13 David Harvey: Social Justice and the City. Oxford: Blackwell Publishers 1988 σ. 35

14 Erich From: Haben oder Sein. Die seelischen Grundlagen einer neuen Gesellschaft. Stuttgart: Deutsche Verlags Anstalt 1976

15  Marschall Sahlins: Η δυτική ψευδαίσθηση της ανθρώπινης φύσης. Αθήνα: εκδόσεις του εικοστού πρώτου 2010 σ. 135

16 Althusser 2019: σ. 74

17 «Η εξωτερική φύση υπάρχει για τον άνθρωπο μόνο στην αλληλεπίδραση της με την κοινωνία, στη διαδικασία της κοινωνικοποίησης, στην οργανική ανταλλαγή μεταξύ ανθρώπου και φύσης».

Agnes Heller: Η θεωρία των αναγκών στον Μαρξ. Αθήνα: εκδόσεις Πλέθρον  2018 σ. 46

18 ό, π  2018: σ. 35

19 Michael Εkers, Gillian Ηart, Stefen Kipfer, Alex Loftus (Edit): Gramsci: Space, Nature, Politics. Chichester, West Sussex: Willey – Blackwell 2013 σ. 125

20 Ντανιέλ Μπενσαΐντ. Ο Μαρξ της εποχής μας. Μεγαλείo και κακοδαιμονίες ενός κριτικού εγχειρήματος. Αθήνα: εκδόσεις Τόπος  2013. σ. 264

21 ό, π σ. 384

22 ό, π σ. 392

23 Benedetto Fontana: The Concept of Nature in Gramsci in: Ekers Michael, Hart Gillian, Kipfer Stefen, Loftus Alex (Edit): Gramsci ,space nature politics. Chichester, West Sussex: Willey – Blackwell 2013  s. 125

24 ό, π σ. 124

25 Alex Loftus: Gramsci, Nature, and the Philosophy of Praxis. in: Michael Εkers, Gillian Ηart, Stefen Kipfer, Alex Loftus (Edit): Gramsci ,space nature politics Chichester, West Sussex: Willey – Blackwell 2013 s. 181

Αναδημοσίευση από kommon.gr

Οι απόψεις που αναφέρονται  στο άρθρο  είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση της Ρωγμή στην ενημέρωση.

                                                                                Ρωγμή στην ενημέρωση 

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από jusant. Από το Blogger.