Ο ΔΥΤΙΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΑΓΑΠΑ ΤΗΝ ΑΓΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ, ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

 


·       Του Jones Manoel

 

Υπάρχει μια θεμελιώδης αντίφαση σε πολλές από τις μαρξιστικές μελέτες που παράγονται στη Δύση.  Κάθε φορά που μιλούν για τον μαρξισμό στην Ασία -στην Κίνα, την Κορέα ή το Βιετνάμ- ή όταν μιλούν για τα λαϊκά κινήματα στην Αφρική, όπως στην Αίγυπτο ή τη Λιβύη, τονίζουν την επιρροή της θρησκείας σε αυτά τα πολιτικά κινήματα και την εθνική προσαρμογή του μαρξισμού.

  Όταν οποιοσδήποτε μαρξιστής ερευνητής μελετά, για παράδειγμα, τον κινεζικό μαρξισμό, είναι υποχρεωμένος να ασχοληθεί με την επιρροή της φιλοσοφίας του Κομφούκιου στον κινεζικό πολιτισμό γενικά και στον κινεζικό μαρξισμό ειδικότερα.

 Ομοίως, η επιρροή που έχει το Ισλάμ σε πολλές αφρικανικές χώρες λαμβάνεται πάντα υπόψη στην ανάλυση σοσιαλιστικών εθνών όπως η Αλγερία. 

 Ωστόσο, όταν έρχεται η ώρα να εξεταστεί ο μαρξισμός στη δυτική πολιτική, η επιρροή του χριστιανισμού στην κατασκευή του συμβολικού, υποκειμενικού και θεωρητικού σύμπαντος αυτού του μαρξισμού σπάνια λαμβάνεται υπόψη. Είναι σαν στην Ασία ο Κομφουκιανισμός να επηρεάζει την πολιτική, στην Αφρική το Ισλάμ να επηρεάζει την πολιτική, αλλά στη Βραζιλία, στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στην Πορτογαλία ο Χριστιανισμός να μην επιτελεί παρόμοιο ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορικής υποκειμενικότητας.

 Αυτό είναι ένα λάθος για έναν πολύ απλό και αντικειμενικό λόγο, τον οποίο ο Αντόνιο Γκράμσι επισημαίνει σε διάφορα σημεία των Τετραδίων της Φυλακής: η Καθολική Εκκλησία είναι ο μακροβιότερος θεσμός που λειτουργεί στη Δύση. Κανένας άλλος θεσμός δεν έχει καταφέρει να παραμείνει ζωντανός για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα με την ικανότητα να διαδίδει και να κυκλοφορεί ιδέες και έννοιες, μέσω ενός σώματος διανοούμενων ιερέων, επισκόπων και θεολόγων, οργανωμένων στο πλαίσιο μιας γραφειοκρατίας όπως η Καθολική Εκκλησία. 

 Έτσι, είναι αδύνατο να μιλήσουμε σοβαρά για τον μαρξισμό, την πολιτική, την υποκειμενικότητα, τον πολιτισμό και το συμβολικό πεδίο στη Δύση χωρίς να ενσωματώσουμε ως στοιχεία ανάλυσης τον ρόλο του χριστιανισμού σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, σε κάθε συγκεκριμένη χώρα.

 Πιστεύω ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε το φαινόμενο που κακώς περιγράφεται ως «λαϊκισμός» (ένας όρος που δεν χρησιμοποιώ), αυτής της σχέσης των λαϊκών τάξεων με ανθρώπους όπως ο Λούλα, ο Getulio Vargas, ο Miguel Arraes, ο Brizola, ο Perón και ο Hugo Chavez χωρίς να κατανοήσουμε τα βασικά γνωρίσματα της σχέσης μεταξύ πιστών και αγίων που διέπει τον Καθολικισμό.  Προφανώς αυτή δεν είναι η μόνη εξήγηση, αλλά υπάρχει ένα συμβολικό στοιχείο στην πολιτική δομή αυτής της σχέσης.

 Το σκέφτομαι αυτό εδώ και πολύ καιρό. Δεν είναι δική μου ιδέα – ο Domenico Losurdo και άλλοι έχουν γράψει για το πώς το φετίχ της ήττας είναι ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του δυτικού μαρξισμού και πώς αυτό είναι ένα παρεξηγημένο παράγωγο της χριστιανικής κουλτούρας. 

 Υπάρχει μια μεγάλη τάση στην ανατολική αριστερά, σύμφωνα με τον Perry Anderson, να διαχωρίζει τον δυτικό και τον ανατολικό μαρξισμό. 

  Ο δυτικός μαρξισμός είναι βασικά ένα είδος μαρξισμού που, ως βασικό χαρακτηριστικό του, δεν άσκησε ποτέ πολιτική εξουσία.  Είναι ένας μαρξισμός που ασχολήθηκε, όλο και συχνότερα, με φιλοσοφικά και αισθητικά ζητήματα. Έχει αποτραβηχτεί, για παράδειγμα, από την κριτική της πολιτικής οικονομίας και το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας. Όλο και περισσότερο παίρνει μια ιστορική απόσταση από τις συγκεκριμένες εμπειρίες της σοσιαλιστικής μετάβασης στη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα, το Βιετνάμ, την Κούβα κοκ.

  Αυτός ο δυτικός μαρξισμός θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τον ανατολικό μαρξισμό, επειδή δεν έχει αμαυρωθεί από την μετατροπή του σε κρατική ιδεολογία, όπως για παράδειγμα ο σοβιετικός μαρξισμός και δεν υπήρξε ποτέ αυταρχικός, ολοκληρωτικός ή βίαιος. Αυτός ο μαρξισμός βαυκαλίζεται ότι η θεωρία του παραμένει καθαρή παρότι δεν έχει προκαλέσει ποτέ και πουθενά επανάσταση στη Γη – και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό σημείο.

  Όπου πραγματοποιήθηκε κάποια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση στη Δύση, όπως στη Κούβα, συνδέεται πολύ περισσότερο με τον λεγόμενο ανατολικό μαρξισμό παρά με αυτόν τον δυτικό μαρξισμό που παρήχθη στη Δυτική Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και μέρη της Νότιας Αμερικής. Αυτός ο μαρξισμός είναι ιδιαίτερα περήφανος για την καθαρότητά του και αυτό είναι ένα θεμελιώδες κοινό γνώρισμα με τον χριστιανισμό.  Ο Γκράμσι δείχνει ότι μια από τις κύριες ιστορικές ανησυχίες της Καθολικής Εκκλησίας ήταν να ελέγξει την ανάγνωση και τη διάδοση του χριστιανισμού, εμποδίζοντας την άνοδο και τη διάδοση λαϊκών, αυτόνομων και βασικών ερμηνειών και διασώζοντας έτσι την καθαρότητα του δόγματος. 

 Ως εκ τούτου, η Καθολική Εκκλησία μπορεί να λέει ότι ο Χριστιανισμός είναι αγάπη, ισότητα, αγάπη προς τον πλησίον, συμπόνια και μη-βία, παρά το γεγονός ότι υπήρξε βασικό όπλο για τη νομιμοποίηση της δουλείας, των σταυροφοριών και της αποικιοκρατίας, και παρά τη συμπάθεια διαφόρων στοιχείων της Καθολικής Εκκλησίας προς τον ναζιστικό φασισμό και τις στρατιωτικές δικτατορίες.  Υπάρχει ένα σταθερό επιχείρημα το οποίο αναπαράγεται σε όλη την ιστορία του χριστιανισμού ότι αυτές οι παρασπονδίες δεν αλλοιώνουν το δόγμα.  Είτε είναι ψευδείς εκφράσεις του χριστιανισμού, είτε είναι γεγονότα, όπως οι πατάτες στο τσουβάλι, που δεν έχουν καμία θεωρητική, πολιτική ή, κυρίως, θεολογική σημασία. Έτσι, το γεγονός ότι η ιστορία αρνείται την επιβεβαίωση ότι ο χριστιανισμός βασίζεται στη συμπόνια και την ειρήνη δεν αλλάζει ούτε αμφισβητεί το δόγμα.

Πολλοί μαρξιστές ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Το μεγάλο τους άγχος είναι η καθαρότητα του δόγματος. Κάθε φορά που τα ιστορικά γεγονότα αμφισβητούν το δόγμα ή δείχνουν την πολυπλοκότητα της πρακτικής λειτουργικότητας των στοιχείων της θεωρίας, αρνούνται ότι αυτά τα στοιχεία αποτελούν μέρος της ιστορίας της μαρξιστικής θεωρίας και του δόγματος.  Πάνω σε αυτό, για παράδειγμα, χτίζονται τα δόγματα της προδοσίας. Κάθε κίνηση που φαίνεται να ξεφεύγει λίγο από αυτά τα «καθαρά» μοντέλα που δημιουργήθηκαν a priori, εξηγείται μέσω της έννοιας της προδοσίας ή εξηγείται ως «κρατικός καπιταλισμός».  Επομένως, τίποτα δεν είναι σοσιαλισμός και σοσιαλιστική μετάβαση ενώ όλα είναι κρατικός καπιταλισμός.

Η επανάσταση είναι επανάσταση μόνο κατά τη διάρκεια αυτής της ένδοξης στιγμής της ανάληψης της πολιτικής εξουσίας. Ξεκινώντας από τη στιγμή της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνικής συνθήκης, έρχεται το τέλος της επανάστασης. Η επανάσταση είναι πάντα μια πολιτική διαδικασία που έχει δύο στιγμές: τη στιγμή της καταστροφής της παλιάς καπιταλιστικής τάξης και της ανάληψης της εξουσίας και τη στιγμή της οικοδόμησης μιας νέας κατάστασης πραγμάτων. Οι αντιφάσεις, τα προβλήματα, οι αποτυχίες, τα λάθη, μερικές φορές ακόμη και τα εγκλήματα, συμβαίνουν κυρίως κατά τη διάρκεια της οικοδόμησης της νέας κατάστασης. Έτσι, όταν έρχεται η ώρα να αξιολογηθεί η οικοδόμηση μιας νέας κοινωνικής συνθήκης – όπου, προφανώς, η πρακτική φαίνεται πάντα να απομακρύνεται από την καθαρότητα της θεωρίας – το συγκεκριμένο εμφανίζεται διεφθαρμένο μπροστά στο καθολικό (στμ το “καθολικό” εννοείται ως στρατηγικός στόχος, πρόκειται για το όραμα του κομμουνισμού).

Είναι σε αυτό το σημείο που κατασκευάζεται η ιδέα της προδοσίας, η ιδέα της αντεπανάστασης και που εμφανίζεται η έννοια του κρατικού καπιταλισμού προκειμένου να διατηρηθεί η καθαρότητα της θεωρίας. 

Ένα σπουδαίο σχετικό παράδειγμα ήταν όταν η Σοβιετική Ένωση εισήλθε στη διαδικασία της τελικής της κρίσης. Καθώς πλησίαζε το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, πολλοί δυτικοί μαρξιστές ανακοίνωσαν ότι ήταν ένα μεγάλο γεγονός στην ιστορία του μαρξισμού, επειδή επιτέλους ο μαρξισμός απελευθερώθηκε από αυτό το πείραμα που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, που παραμόρφωσε τον μαρξισμό, που μετέτρεψε τον μαρξισμό σε μια απλή κρατική ιδεολογία. Τώρα, χωρίς να χρειάζεται να εξηγήσουμε το κουβάρι της Σοβιετικής Ένωσης, ο μαρξισμός μπορούσε επιτέλους να απελευθερωθεί και να φτάσει στις χειραφετητικές του δυνατότητες.

 Ένας άλλος παράγοντας που είναι πολύ συνηθισμένος στη δυτική αριστερά είναι η αντιμετώπιση του πόνου και της ακραίας φτώχειας ως στοιχεία ανωτερότητας. Είναι πολύ συνηθισμένο στη δυτική αριστερή κουλτούρα να υποστηρίζονται οι μάρτυρες και ο πόνος. Γιατί σε όλους σήμερα αρέσει ο Σαλβαδόρ Αλιέντε; Επειδή υπήρξε ένα θύμα, ένας μάρτυρας.  Δολοφονήθηκε στο πραξικόπημα του Πινοσέτ. Όταν ζούσε ο Ούγκο Τσάβες, πολλά τμήματα της Αριστεράς του γύριζαν τη μύτη.  Αν είχε σκοτωθεί, για παράδειγμα, στην απόπειρα πραξικοπήματος του 2002, θα τον λάτρευε σήμερα η τεράστια πλειοψηφία της δυτικής αριστεράς, ως σύμβολο πόνου και μαρτυρίου.  Από τη στιγμή που συνέχισε να ασκεί την εξουσία ως ηγέτης μιας πολιτικής διαδικασίας που, αναγκαστικά, είχε διάφορες αντιφάσεις, εγκαταλείφθηκε όλο και περισσότερο, όσο περνούσε ο καιρός – δεν χρειάζεται καν να αναφέρω τι συνέβη στον Μαδούρο εδώ.  Αυτοί οι ίδιοι πολιτικοί χώροι που εξυμνούν και υποστηρίζουν την ιδέα του Αλιέντε επειδή υπερασπίστηκε τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, δεν βλέπουν ή δεν θέλουν να δουν ότι ο Αλιέντε κυβερνούσε σχεδόν εξ ολοκλήρου με διατάγματα.  Εκείνη την εποχή, το σύνταγμα της Χιλής διέθετε έναν νομικό μηχανισμό που επέτρεπε στην εκτελεστική εξουσία να κυβερνά με διατάγματα που δεν χρειαζόταν να εγκριθούν από το κοινοβούλιο ή το Ανώτατο Δικαστήριο. Έτσι, ο Αλιέντε ήταν σε θέση να θεσπίζει νόμους μέσω διαταγμάτων που παρέκαμπταν το Κογκρέσο και το Ανώτατο Δικαστήριο.  Δεδομένου ότι ο Αλιέντε δεν είχε πλειοψηφία στο Κογκρέσο και υπέφερε πολύ από την αστική αντιπολίτευση, ουσιαστικά κυβερνούσε με διατάγματα καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του. Αυτού του είδους η δράση σήμερα είναι αρκετή δικαιολογία για να χαρακτηρίσουμε κάθε αριστερό ηγέτη που την εφαρμόζει ως αυταρχικό, για να τον συγκρίνουμε με τον Τραμπ, τον Μπολσονάρου ή τον Όρμπαν. Αν ο Αλιέντε ζούσε σήμερα θα επικρινόταν και αυτός, αλλά πέθανε. 

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η κατάσταση με τον Τσε Γκεβάρα και τον Φιντέλ Κάστρο.

 Για τους περισσότερους δυτικούς αριστερούς, ο Τσε Γκεβάρα αντιπροσωπεύει έναν επαναστάτη ονειροπόλο. Στην πραγματική ζωή δεν ήταν (ονειροπόλος), αλλά έχτισαν αυτή την εικόνα γύρω του. Ο Τσε Γκεβάρα πέθανε στις ζούγκλες της Βολιβίας, γι’ αυτό και τώρα είναι σύμβολο της θυσίας, του μαρτυρίου και της αγωνίας της ήττας.  Ο Φιντέλ έμεινε στην Κούβα ως ηγέτης της Κουβανικής Επανάστασης και συνεπώς όλων των αντιφάσεων αυτής της διαδικασίας. Σήμερα θεωρείται γραφειοκράτης, χωρίς γοητεία και απήχηση, από πολλούς, αν όχι από την πλειοψηφία της δυτικής αριστεράς. Ο Τσε Γκεβάρα είναι ένα αιώνιο σύμβολο της αντίστασης, του ονείρου, της ουτοπίας που μένει ανεκπλήρωτη εξαιτίας του θανάτου. 

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η αντίθεση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας σε σύγκριση με την Παλαιστίνη. Και τα δύο έθνη συμμετείχαν στον ίδιο αγώνα – τον αντιαποικιακό αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.  Στην περίπτωση της Κορέας, ο αγώνας έγινε με μια σοσιαλιστική προοπτική.  Η Κορέα πέτυχε, παρά το γεγονός ότι είναι μια χώρα που έχει κατακερματιστεί από τον ιμπεριαλισμό. Έχει μια οικονομία σχετικά ισχυρή, με ένα αρκετά υψηλό επίπεδο εκβιομηχάνισης, έναν πολύ ισχυρό εθνικό στρατό και την ικανότητα να εκτόξευσης πυρηνικών όπλων. Η Κορέα δεν είναι ένα ανυπεράσπιστο έθνος.  Οι Παλαιστίνιοι είναι ένας λαός που καταπιέζεται βαθιά, σε μια κατάσταση ακραίας φτώχειας, που δεν έχει εθνική οικονομία επειδή δεν έχει εθνικό κράτος. Δεν έχουν στρατό ή στρατιωτική ή οικονομική δύναμη.  Ως εκ τούτου, η Παλαιστίνη είναι η απόλυτη ενσάρκωση του μύθου του Δαβίδ εναντίον του Γολιάθ, με τη διαφορά ότι αυτός ο Δαβίδ δεν έχει καμία πιθανότητα να νικήσει τον Γολιάθ στην πολιτική και στρατιωτική σύγκρουση.  Ως εκ τούτου, σχεδόν όλοι στη διεθνή αριστερά είναι αλληλέγγυοι με την Παλαιστίνη.

 Οι άνθρωποι εκστασιάζονται βλέποντας αυτές τις εικόνες – που δεν νομίζω ότι είναι πολύ φανταστικές – ενός παιδιού ή εφήβου που χρησιμοποιεί μια σφεντόνα για να εκτοξεύσει μια πέτρα σε ένα τανκ. Αυτό είναι ένα ξεκάθαρο παράδειγμα ηρωισμού, αλλά είναι επίσης ένα σύμβολο βαρβαρότητας. Πρόκειται για έναν λαό που δεν έχει την ικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του αντιμετωπίζοντας μια ιμπεριαλιστική αποικιοκρατική δύναμη που είναι οπλισμένη μέχρι τα δόντια.  Δεν έχουν την ίδια ικανότητα αντίστασης, και ακριβώς αυτό ρομαντικοποιείται. Στην δυτική αριστερά αρέσει αυτή η κατάσταση καταπίεσης, πόνου και μαρτυρίου. 

 Μια άλλη πολύ γνωστή περίπτωση είναι αυτή του Βιετνάμ. Όλοι υποστήριξαν το Βιετνάμ όταν βρισκόταν υπό επίθεση, καταστρεφόταν και βομβαρδιζόταν για πάνω από 30 χρόνια. Το Βιετνάμ νίκησε την Ιαπωνία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη συνέχεια έπρεπε να πολεμήσει τη Γαλλία και στη συνέχεια έπρεπε να πολεμήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πέρασαν 30 συνεχόμενα χρόνια χωρίς να μπορεί να χτίσει ούτε ένα αναθεματισμένο σχολείο ή νοσοκομείο, επειδή έπεφτε μια βόμβα, πρώτα από τη Γαλλία και μετά από τις Ηνωμένες Πολιτείες, και το κατέστρεφε. Όταν η χώρα κατάφερε επιτέλους να νικήσει όλες τις αποικιοκρατικές και νεοαποικιοκρατικές δυνάμεις και να έχει την ευκαιρία να αρχίσει να σχεδιάζει, να χτίζει αυτοκινητόδρομους, ηλεκτρικά συστήματα, σχολεία και πανεπιστήμια χωρίς να πέφτουν βόμβες την επόμενη μέρα και να καταστρέφουν ό,τι γινόταν, η χώρα εγκαταλείφθηκε από την πλειοψηφία της αριστεράς, έχασε τη γοητεία της. Υπάρχει ένα φετίχ της ήττας στη δυτική αριστερά. Είναι η αντίληψη πως η ήττα είναι κάτι μεγαλοπρεπές. 

Ένα σαφές παράδειγμα αυτού του φετίχ είναι η περίπτωση του πραξικοπήματος στη Βολιβία.

Ο Slavov Zizêk, ο διάσημος κριτικός στοχαστής, έγραψε ένα άρθρο με τίτλο Βολιβία: η ανατομία ενός πραξικοπήματος, και ποια ήταν η μεγάλη του ανησυχία; Ήταν να δείξει ότι ο Έβο Μοράλες ήταν δημοκρατικός, ότι ο Έβο Μοράλες δεν εκκαθάρισε ή δεν φυλάκισε προδότες κατά τη διάρκεια απόπειρας πραξικοπήματος στο παρελθόν, και ότι τώρα οι ίδιοι άνθρωποι διέπραξαν πραξικόπημα εναντίον του.

Με άλλα λόγια, ο Zizêk επαινεί το ίδιο το στοιχείο που οδήγησε στην ήττα της επανάστασης στη Βολιβία ως απόδειξη ηθικής και ηθικής ανωτερότητας.  Κοιτάξτε πόσο “θαυμάσια” είναι η Βολιβία σήμερα. Κάθε μέρα ένας ακτιβιστής δολοφονείται ή φυλακίζεται, αλλά έχουν την ηθική παρηγοριά ότι δεν υπήρξαν καταπιεστικοί ή αυταρχικοί με τη βολιβιανή αστική τάξη.

 Ένα τρίτο στοιχείο που είναι κοινό στη δυτική αριστερά προέρχεται από τη χριστιανική αντίληψη ότι η σωτηρία δεν είναι προϊόν των πράξεων του ανθρώπου, αλλά μια απόφαση που παίρνει ο Θεός. Πρόκειται για την αντίληψη ότι, παρόλο που εργάζεσαι για να κάνεις καλές πράξεις, να ακολουθείς τον βιβλικό νόμο, να είσαι καλός άνθρωπος κοκ, η σωτηρία σου είναι απόφαση του Θεού.

 Οι υποκειμενικές προσπάθειες που σχετίζονται με το κεντρικό σημείο του μαρξισμού, που είναι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας (όπως είπε ο Λένιν, «όλα έξω από την πολιτική εξουσία είναι μια ψευδαίσθηση»), έχουν υποτιμηθεί λόγω αυτής της επιρροής από τη χριστιανική κουλτούρα, παρόλο που η πλειοψηφία των μαρξιστών διανοουμένων είναι άθεοι.  Αντίθετα, η υψηλότερη αξία γίνεται μια αιώνια θέση αντίστασης, που παράγει ένα αίσθημα υπερηφάνειας.

 Όταν ο Μπέρνι Σάντερς έχασε για δεύτερη φορά τις δημοκρατικές προκριματικές εκλογές, ένας διάσημος μαρξιστής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο έγραψε στο Facebook: «Αγωνιστήκαμε όπως ποτέ άλλοτε. Χάσαμε ως συνήθως, αλλά ο αγώνας συνεχίζεται. Τώρα, η Alexandria Ocasio Cortez είναι το μέλλον του σοσιαλισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες».

Η μαρξιστική λογική της σκέψης όλων των πολιτικών συγκρούσεων με όρους στρατηγικής, τακτικής, πολιτικής συνασπισμού, προγραμμάτων, της κριτικής ανάλυσης των λαθών για να μην τα ξανακάνουμε, του χτυπήματος του εχθρού από πολιτική ή ακόμα και στρατιωτική σκοπιά προκειμένου να πάρουμε την εξουσία έχει απλά εξαφανιστεί, αντικατασταθεί από ένα αιώνιο κίνημα αντίστασης σαν να ήταν απόδειξη θεϊκής χάρης. Η ίδια η λογική που θα έπρεπε να είναι η ουσία της πολιτικής, δηλαδή η λογική της στρατηγικής, απαξιώνεται καθώς η αντίσταση γίνεται αυτοσκοπός.

 Μαζί, τα τρία στοιχεία που περιέγραψα δημιουργούν ένα είδος “ναρκισσιστικού οργασμού” ήττας και καθαρότητας.  Το υποκείμενο υπερηφανεύεται που δεν έχει καμία σχέση με ολόκληρο το ιστορικά συγκεκριμένο κίνημα των σοσιαλιστικών και απελευθερωτικών επαναστάσεων της εργατικής τάξης. Είναι περήφανο που δεν έχει καμία θεωρητική ή πολιτική σχέση με τις επαναστάσεις στην Κίνα, τη Ρωσία, το Βιετνάμ, την Αλγερία, τη Μοζαμβίκη και την Αγκόλα. Αντίθετα, είναι υπερήφανοι για την υποτιθέμενη καθαρότητα και για το ότι η θεωρία του δεν έχει μολυνθεί από τις δυσκολίες της άσκησης της εξουσίας, από τις αντιφάσεις των ιστορικών διαδικασιών.  Η αγνότητα είναι αυτό που προκαλεί αυτόν τον “ναρκισσιστικό οργασμό”. Αυτή η αγνότητα είναι που τους κάνει να αισθάνονται ανώτεροι. Τους κάνει να αισθάνονται ότι έχουν μια προνομιακή ηθική και δεοντολογική θέση σε σχέση με τους άλλους αριστερούς που, για παράδειγμα, αναγνωρίζουν την κινεζική επανάσταση ή την κουβανική επανάσταση και, ως εκ τούτου, αποδέχονται τον αυταρχισμό και αποδέχονται μια οικονομία που δεν βασίζεται στην πλήρη πραγμάτωση της αυτοδιαχείρισης.

  Αυτό το είδος μαρξισμού δεν έχει καμία δύναμη κριτικής. Μπορεί να παράγει πολλές καλές αναλύσεις της πραγματικότητας, αλλά είναι ανίκανο να δημιουργήσει ένα κίνημα στρατηγικό και επαναστατικό που να στοχεύει στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, η διαδικασία της ανοικοδόμησης ενός επαναστατικού μαρξισμού στη Δύση πρέπει να αναγνωρίσει αυτά τα συμβολικά στοιχεία, τα οποία έχουν εμπεδωθεί στον δυτικό μαρξισμό και τα οποία εισήχθησαν λαθραία από τον χριστιανισμό. Αυτά τα στοιχεία πρέπει να υποβληθούν σε ριζοσπαστική κριτική και να ξεπεραστούν. 

  • ·   Ο Jones Manoelείναι μέλος του “Partido Communista Brasileiro”.             Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα https://blackagendareport.com   τον Ιούνιο του 2020. Μετάφραση Γ.Φ.

 Αναδημοσίευση από  blackagendareport.com

Οι απόψεις που αναφέρονται  στο άρθρο  είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση της Ρωγμή στην ενημέρωση.

                                                                                  Ρωγμή στην ενημέρωση 








Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από jusant. Από το Blogger.