100 χρόνια από την ίδρυση του συνοικισμού "Βύρωνος" - Μέρος Ά Η μικρασιατική καταστροφή
Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του
Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, που θα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.
Είναι επίσης
γνωστός και ως Πόλεμος της Μικράς Ασίας και για την Τουρκία αποτελεί
κομμάτι του Τούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας από τις ευρωπαϊκές
δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, θεωρούμενη ομοίως και η Ελλάδα),
όπως και εναντίον των -πιστών στο σουλτάνο- τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων.
Το 1919, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των νικητών Άγγλων και Γάλλων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία. Η πολιτική αυτή επιλογή έγινε παρά τις αμφιβολίες των στρατιωτικών τους επιτελείων για την ελληνική απόβαση, π.χ. ο στρατάρχης Χένρι Ουίλσον είπε χαρακτηριστικά στον Ελ. Βενιζέλο "κατέστρεψες τη χώρα σου" ή τις εκτιμήσεις των επιτελείων -βλ. Τσόρτσιλ, υπόμνημα Φος-, που σε γενικές γραμμές υπολόγιζαν ότι ο έλεγχος της Μικράς Ασίας απαιτούσε στρατό τουλάχιστον 600.000 ανδρών. Η απόβαση αυτή έγινε με συμμαχική «εντολή» την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, καθώς και την προστασία όλου του χριστιανικού (και όχι μόνο) πληθυσμού από αυθαιρεσίες.
Η Ελλάδα
στην ουσία προσδοκούσε την επικείμενη συνθήκη ειρήνης επί των ηττημένων Τούρκων.
Τελικός
στόχος των Ελλήνων ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο
της "Μεγάλης Ιδέας" (κυρίως στα παράλια, όπου το ελληνικό στοιχείο,
είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα), πρωταρχική
όμως μέριμνα της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η προστασία των ελληνικών
πληθυσμών από την τουρκική αυθαιρεσία.
Μάλιστα αυτά
γίνονται με νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών
μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν δηλαδή χιλιάδες μη μουσουλμάνοι
μικρασιάτες (και όχι μόνον Έλληνες) υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και
εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους κατά τρόπο που άγγιζε και συχνά
ξεπερνούσε τα όρια της εθνοκάθαρσης.
Ο ελληνικός στρατός στάλθηκε εκεί από τους
συμμάχους "δίκην χωροφύλακα", χωρίς η Ελλάδα να έχει εξασφαλίσει απτά
δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής.
Η Σμύρνη
εκείνη την εποχή είχε περίπου 270.000 πληθυσμό εκ των οποίων οι 140.000 ήταν Έλληνες
(και οι λοιποί μουσουλμάνοι Τούρκοι, φραγκολεβαντίνοι, Αρμένιοι, δυτικοί και
Εβραίοι). Στο βιλαέτι Σμύρνης όμως το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πλειοψηφία.
Ελληνική απόβαση στη Σμύρνη
Τον Μάιο του
1919 η Ελλάδα (εκ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) εξασφάλισε από τις
μεγάλες δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννοήσεως» («Αντάτ») την άδεια να αποβιβάσει
στρατεύματα στη Σμύρνη.
Η γενικότερη υποτίμηση των Τούρκων μετά τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων
και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου δημιούργησε αισθήματα έπαρσης σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων, οι οποίοι δεν
πήραν στα σοβαρά ούτε την απειλή που συνιστούσε ο Κεμάλ, ούτε τα έξοδα της
εκστρατείας, αλλά ούτε και τη σταδιακή απομόνωση της χώρας σε διεθνές επίπεδο.
Άλλοι πάλι, όπως ο Ιωάννης Μεταξάς, είχαν επιχειρηματολογήσει πως η μικρασιατική
εκστρατεία θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει εξαρχής, καθώς η Ελλάδα δεν
είχε τα απαραίτητα μέσα για να κυριαρχήσει στα οροπέδια της κεντρικής Μικράς
Ασίας, όπου και θα κρινόταν τελικά η έκβαση του πολέμου.
Στις 16 Μαΐου 1919 (παλαιό ημερολόγιο 2 Μαΐου) ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας με διοικητή το στρατηγό Ζαφειρίου αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές με την κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού, Βρετανικού και Ιταλικού ναυτικού, ενώ οι Γάλλοι ήδη είχαν καταλάβει μέρος της Κιλικίας και οι Ιταλοί (από το Μάρτιο του 1919) τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας.
Αιματηρά
επεισόδια σημειώθηκαν από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην πόλη, καθώς
πυροβολισμοί που ρίχτηκαν από την πλευρά των τουρκικών στρατώνων (χωρίς ποτέ να
διευκρινιστεί επακριβώς αν πρόκειτο για προβοκάτσια τρίτης δύναμης,
αυθόρμητη ή εκ των προτέρων σχεδιασμένη τουρκική ενέργεια) έφεραν σαν άμεσο
αποτέλεσμα την αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και
τραυματίες, ενώ η ελληνική διοίκηση, λίγες μέρες αργότερα εκτέλεσε δια
τυφεκισμού δυο ευζώνους ως υπαίτιους από ελληνικής πλευράς.
Η Διασυμμαχική
Ανακριτική Επιτροπή που συστάθηκε καταλόγισε ευθύνες όμως μόνο
στα ελληνικά στρατεύματα. Από τις πρώτες στιγμές παρατηρήθηκε μια γαλλική
υπαναχώρηση όσον αφορά τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, η οποία με την
αλλαγή της γαλλικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1920 θα γίνει ακόμα πιο
έντονη, θεωρώντας λάθος την ελληνική απόβαση καθώς συνέβαλλε στην ανάπτυξη του
κεμαλικού κινήματος.
Έλληνες και
Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες, ενώ οι Τούρκοι
έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού
στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στο
εσωτερικό της Ανατολίας.
Την ίδια
στιγμή οι Ιταλοί έλεγχαν τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, οι Γάλλοι βρίσκονταν στην
Κιλικία, ενώ στη Ζώνη των Στενών διοικούσε Διασυμμαχική Επιτροπή (στην ουσία οι
Βρετανοί).
Μέσα σε 15
μόλις μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, ολόκληρες οι
περιοχές των σαντζακίων (διοικητική διαίρεση των Οθωμανών) Σμύρνης και
Αιδινίου (Μενεμένη, Τσεσμέ, Πέργαμος, Αϊβαλί/Κυδωνίες) είχαν καταληφθεί
από τους Έλληνες.
Η κατάληψη
της πρωτεύουσας της Ιωνίας και η ανάγκη να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί από δολιοφθορές των
Τούρκων, έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα (τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν αρκετά
αιματηρά επεισόδια με ευθύνη και των δύο πλευρών), τοποθετήθηκαν ελληνικές
διοικητικές αρχές που υπήχθησαν στις εντολές του αρμοστή Αριστείδη
Στεργιάδη και ξεκίνησε η προσπάθεια με στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
προς τα ενδότερα. Το Φεβρουάριο του 1920 συγκροτήθηκε η «Στρατιά
Μικράς Ασίας», αποτελούμενη από το Α΄ Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης.
Τον (Ιούλιο
του 1920) ο ελληνικός στρατός θα καταλάβει και την Ανατολική
Θράκη εξουδετερώνοντας το κίνημα του Τζαφέρ Ταχιάρ.
Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των
Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία καθόριζε τους όρους ειρήνης των
Συμμάχων με την ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία, αναγνωρίσθηκε η επικυριαρχία του
Σουλτάνου στην περιοχή Σμύρνης, πλην όμως το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε
ελληνική διοίκηση για την επόμενη πενταετία, πέραν της οποίας παρεχόταν η
δυνατότητα μόνο μετά από μελλοντικό δημοψήφισμα να περιέλθει οριστικά
στην Ελληνική επικράτεια.
Και ενώ ο
Σουλτάνος δέχθηκε τη συνθήκη, οι Νεότουρκοι με επικεφαλής
τον Μουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ, όπως ονομάστηκε από τους
ομοεθνείς του στη συνέχεια, δεν την αναγνώρισαν, ενώ ήδη βρίσκονταν σε
ανταρτοπόλεμο με την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της.
Αυτό οδήγησε
την ελληνική κυβέρνηση στην ανάληψη δράσης προκειμένου να επιβάλει τα
συμφωνηθέντα, με την προοπτική να κερδίσει πιθανώς και επιπλέον εδάφη.
Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε ήδη αρχίσει
να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς και να τους καλεί να αντισταθούν
κυρίως στην ελληνική κατοχή, την οποία θεωρούσε τον μέγιστο κίνδυνο.
Ο Βενιζέλος,
συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει «νεκρό
γράμμα», αποφάσισε να την επιβάλει. Το καλοκαίρι του 1920 διέταξε την εντατικοποίηση των
στρατιωτικών επιχειρήσεων, (που γρήγορα μετατράπηκαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο και
την προώθηση του στρατού προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας). Έτσι, τα ελληνικά
στρατεύματα άρχισαν το καλοκαίρι του 1920 να προελαύνουν σε εδάφη έξω από τη
ζώνη της Σμύρνης.
Το καλοκαίρι
του 1920, ελληνικές
δυνάμεις μαζί με βρετανικές, προέλασαν και κατέλαβαν μια σειρά από πόλεις
(Πάνορμο, Μουδανιά, Προύσα, Νικομήδεια (Ιζμίτ), Ουσάκ). Ήταν η μόνη επιχείρηση
του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που έγινε σε συνδυασμό με συμμαχικές
δυνάμεις. Στις 6 Ιουνίου του 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει
προς βορρά και έως το τέλος του είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή
Νικομήδεια-Προύσα- Ουσάκ.
Η εκστρατεία
έγινε υπό τη διοίκηση του στρατηγού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου. Ο ελληνικός
στρατός, παρά τον σκληρό ανταρτοπόλεμο των ατάκτων Τσετών κατόρθωσε να
καταλάβει μια σειρά από πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής
πληθυσμοί και να δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε
περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στην κεντρική Μικρά Ασία.
Παράλληλα,
μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης
της Μικράς Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και
άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των
κατοίκων και τη δημιουργία υποδομών για την οριστική ενσωμάτωση των
απελευθερωμένων (κατακτημένων κατά την τουρκική πλευρά) περιοχών στην ελληνική
επικράτεια.
Καθώς όμως η κεμαλική αντίσταση δεν εξασθενούσε, -αντιθέτως ο Κεμάλ είχε συνεχείς νίκες κατά Γάλλων και Αρμενίων στα ανατολικά-, τον Σεπτέμβριο / Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος συνέταξε υπόμνημα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζορτζ προτείνοντας αναθεώρηση των όρων συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε περαιτέρω συνδυασμένες επιχειρήσεις με τους Βρετανούς, επέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, καθώς και αποστολή στρατευμάτων στον Πόντο για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους (το ποντιακό ζήτημα έως τότε είχε υποτιμηθεί και δεν είχε συμπεριληφθεί στους όρους ειρήνης. Η συνθήκη προέβλεπε οι Έλληνες του Πόντου να συμπεριληφθούν στο ευρύτερο αρμενικό κράτος, με τους Ποντίους να αντιδρούν και να απορρίπτουν αυτή τη λύση). Επίσης πρότεινε να διεθνοποιηθούν η Κωνσταντινούπολη και τα στενά με την ανακήρυξη ενδεχομένως ξεχωριστού κράτους. Οι επερχόμενες ελληνικές εκλογές, όμως και η ήττα του Βενιζέλου σε αυτές, οδήγησαν σε εγκατάλειψη του σχεδίου.
Στην Ελλάδα
ωστόσο παρά τον μεγαλοϊδεατισμό του Βενιζέλου και τον ενθουσιασμό της
βενιζελικής πλευράς, που θεωρούσε
πλέον γεγονός τη καθιέρωση της χώρας ως μία περιφερειακή δύναμη των
"δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών", η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να στρέφεται
εναντίον του Βενιζέλου και στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 δεν εξελέγη ούτε
καν βουλευτής. Την ίδια στιγμή στην Τουρκία ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο και πιο
γερά. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σταδιακά στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και αντίστροφα σε
ενδυνάμωση του τουρκικού.
Οι πολιτικές
εξελίξεις στην Ελλάδα ανατρέπουν τον Βενιζέλο
Ο Βενιζέλος, χωρίς να έχει εκλεγεί βουλευτής,
μετά από αυτή την εκλογική ήττα έφυγε για το Παρίσι, ενώ η νέα κυβέρνηση,
ενδίδοντας και στη λαϊκή πίεση, αποφάσισε να διοργανώσει δημοψήφισμα για την
επιστροφή του εξόριστου Κωνσταντίνου.
Το Νοέμβριο
του 1920 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα.
Η άνοδος του
Κωνσταντίνου στον θρόνο έδωσε στις ήδη διστακτικές μεγάλες δυνάμεις το πρόσχημα να απαγκιστρωθούν
πλήρως από τη μικρασιατική εκστρατεία, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε άμεσες σχέσεις
με την έκπτωτη βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας.
Οι νέες
κυβερνήσεις έκαναν στρατηγούς του ελληνικού στρατού κωνσταντινικούς, ενώ
απομάκρυναν πολλούς βενιζελικούς αξιωματικούς από το στράτευμα. Αυτό οδήγησε
στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το οποίο βασιζόταν
κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς, και αντίστροφα, σε ενδυνάμωση του
τουρκικού.
Στις 28
Δεκεμβρίου του 1920, σύμφωνα με
το ανακοινωθέν που εξέδωσε ο νέος διοικητής της ελληνικής στρατιάς Μικράς
Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας, είχε
επιτευχθεί πλήρως ο σκοπός των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα ενδότερα
της Μικράς Ασίας. Αυτός ήταν, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια ανακοίνωση «η
διασκόρπισις των προ του Σώματος Στρατού Αμύνης εχθρικών δυνάμεων, αίτινες
είχον συγκεντρωθή αυτόθι με επιθετικάς κατ’ αυτόν διαθέσεις».
Οι ελληνικές
μονάδες, κατά το διήμερο 27 – 28 Δεκεμβρίου είχαν απωθήσει τις τουρκικές
μονάδες, που
υποχώρησαν άτακτα προς το Εσκή Σεχίρ. Αναφέρεται ότι υπήρξαν πολλοί αιχμάλωτοι
Τούρκοι στρατιώτες, ότι στα ελληνικά χέρια περιήλθε πολεμικό υλικό (εξοπλισμός
και πολεμοφόδια) και ότι καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο της τουρκικής αεροπορίας το
οποίο καταστράφηκε εντελώς. Οι ελληνικές απώλειες από τη διήμερη μάχη, με βάση
τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ήταν 39 νεκροί και 138 τραυματίες. Η
προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων έφτασε έως τα οχυρά υψώματα της περιοχής
Κοβαλίτσα, τα οποία καταλήφθηκαν από το 6ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους
(διοικητής Σταυριανόπουλος).
Ωστόσο το
γεγονός ότι οι ελληνικές μονάδες καταδίωξαν τους υποχωρούντες Τούρκους μόνο έως
την περιοχή Ινονού, και εν-συνεχεία επέστρεψαν στις θέσεις τους δίπλα στις
σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού του Καράκιοϊ προς Βαγδάτη, επέτρεψε στον τουρκικό τύπο να κάνει προπαγανδιστικά
λόγο για την πρώτη ελληνική ήττα. Τους παραπάνω όμως τουρκικούς ισχυρισμούς
ανατρέπει δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «Ματαίν» (18 η οποία
παραθέτει τηλεγράφημα εξ’ Αγκύρας, αγγέλων ότι ο Κεμάλ δι’
ανακοινωθέντος, αναγνωρίζει την νίκην του ελληνικού στρατού. Το ανακοινωθέν
τονίζει, ότι η ελληνική νίκη οφείλεται εις το γεγονός, ότι αι Ελληνικαί
δυνάμεις ήσαν υπέρτεραι»
Σύμφωνα με
τις τουρκικές πηγές, η πρώτη ήττα
για τους Έλληνες ήρθε στην πρώτη μάχη του Ινονού, η οποία διεξήχθηκε από τις 6 έως και
τις 11 Ιανουαρίου 1921, κάτι
εντούτοις που δεν αποδεικνύεται από τα ντοκουμέντα της εποχής.
Οι δυτικές
δυνάμεις εν τω μεταξύ ήθελαν να επισπεύσουν τον διπλωματικό διάλογο φοβούμενες
χειροτέρευση της κατάστασης και επιδιώκοντας πλέον ειρήνευση και όχι εξόντωση
του κεμαλικού στρατού.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1921 συγκλήθηκε στο Λονδίνο διεθνής
διάσκεψη με πρωτοβουλία των δυνάμεων και εκπροσώπηση της ελληνικής πλευράς από
τον πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο και της τουρκικής από το Μπεκήρ Σαμή,
προκειμένου να αναζητηθεί κάποια λύση. Μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις της
στάσης των Συμμάχων, οι οποίες έφτασαν έως του σημείου να προταθεί, αφενός,
δημογραφικός έλεγχος από διασυμμαχική επιτροπή σε Θράκη και Σμύρνη,
αφετέρου ακόμη και αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, η διάσκεψη διακόπηκε
απότομα στις 3 Μαρτίου 1921 χωρίς να ληφθεί απόφαση, ενώ η ελληνική
κυβέρνηση προχώρησε σε επιστράτευση. Στις 10 Μαρτίου 1921
άρχισε νέα επιθετική ενέργεια από ελληνικής πλευράς.
Οι ελληνικές
δυνάμεις αφού πρώτα κατέβαλαν το Αφιόν-Καραχισάρ, έφτασαν τελικά προ του
Εσκι Σεχίρ συναντώντας επίμονη τουρκική αντίσταση. Οι Βρετανοί, αν και
ήταν με το μέρος της Ελλάδος, αρνήθηκαν τη στρατιωτική στήριξη, για να μην
προκαλέσουν τη Γαλλική κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία έλαβε σημαντική
στρατιωτική και χρηματική βοήθεια από τη Σοβιετική Ένωση.
Στη δεύτερη μάχη
του Ινονού 23 Μαρτίου - 1 Απριλίου 1921 αντίθετα, όντως η ελληνική ολιγωρία και η
έλλειψη εφεδρειών οδήγησε την ελληνική πλευρά στην πρώτη ουσιαστικά καθήλωσή
της στην τοποθεσία Αβγκίν – Κοβαλίτσα από τον κεμαλικό στρατό, που πλέον
εμφανιζόταν πλήρως οργανωμένος, σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσίαζε τα
προηγούμενα δύο έτη (άτακτοι). Έτσι, η δεύτερη μάχη του Ινονού κατέληξε σε
επιτυχία των τούρκικων δυνάμεων, που πέτυχαν να ανακόψουν την ελληνική
προέλαση. Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε την ελληνική ηγεσία, η οποία αποφάσισε
να γίνουν επιχειρήσεις για την κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών της
γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ-Κιουτάχεια, με στόχο τη διακοπή του
ανεφοδιασμού του εχθρού.
Η ελληνική
κυβέρνηση είχε αντιληφθεί ότι η προεκλογική δέσμευσή της για τον τερματισμό της
Μικρασιατικής εμπλοκής δεν μπορούσε να τηρηθεί εκ των πραγμάτων, έτσι αποφάσισε
τη συνέχεια των επιχειρήσεων.
Μάλιστα,
στις 16 Απριλίου του 1921 ο πρωθυπουργός Γούναρης έφτασε
στη Σμύρνη, συνοδευόμενος από τον υπουργό επί των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη και
είχε συνεργασία με τον αρχιστράτηγο Αν. ΠαπούλΙα, τον αρχηγό του επιτελείου Β.
Δούσμανη και τον επιτελάρχη Ξ. Στρατηγό.
Επίσης, συναντήθηκε με το Μητροπολίτη Χρυσόστομο και με τον Αρμοστή
Αρ. Στεργιάδη. Νέα συμβιβαστική πρόταση των Δυνάμεων, απορρίφθηκε από την
κυβέρνηση Γούναρη το Μάιο του 1921.
Στις 29 Μαΐου του 1921 (σε μία συμβολικά επιλεγμένη χρονική στιγμή 468 χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης) ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη, όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του σταθμού ανεφοδιασμού του εχθρού, ενέργεια η οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού επιτελείου θα οδηγούσε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. Έπειτα ανέλαβε τυπικά την αρχιστρατηγία του εκεί Ελληνικού Στρατού, αντικαθιστώντας εν μέρει τον Αναστάσιο Παπούλια. Η κατάσταση της υγείας του όμως επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα.
Στις 28 Ιουνίου του 1921 και ενώ είχε σταματήσει κάθε διπλωματική πρωτοβουλία, η ελληνική επίθεση επαναλήφθηκε από 4 σημεία: 4 Μεραρχίες που εξόρμησαν από την Προύσα προσέβαλαν τους τομείς Ουσάκ, μοίρα αεροπλάνων βομβάρδισε την Κιουτάχεια, ενώ τα ελληνικά τμήματα έδωσαν σφοδρή μάχη για το Εσκί Σεχίρ, με αποτέλεσμα τελικά αυτό να πέσει στα χέρια των Ελλήνων στις 6 Ιουλίου. Εν συνεχεία δε, οι ίδιες δυνάμεις -ενισχυμένες από 2 ακόμη μεραρχίες πεζικού και την ταξιαρχία Ιππικού που είχαν εξορμήσει από Τουμλού Μπουνάρ και Ουσάκ- αφού προηγουμένως (4 Ιουλίου) είχαν καταλάβει την Κιουτάχεια, ενώ από της 30 Ιουνίου κρατούσαν ήδη το Αφιόν Καραχισάρ, κατέλαβαν με τη μάχη του Εσκί Σεχίρ και το σημαντικότατο αυτόν σιδηροδρομικό κόμβο.
Η προέλαση
του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (120.000 άνδρες) μέσω της Αλμυρής Ερήμου ξεκίνησε
την 1η Αυγούστου 1921 με τη συμμετοχή των Α΄, Β' και Γ΄
Σωμάτων και της Ταξιαρχίας Ιππικού (συνολικά 9 Μεραρχίες) και έφερε τις
ελληνικές δυνάμεις προ των πυλών της Άγκυρας, στις 8 Αυγούστου με τη
διάβαση του ποταμού Σαγγαρίου.
Εκεί, στην
κρίσιμη μάχη που ακολούθησε τον Αύγουστο του 1921 με έναρξη της 11 Αυγούστου, ο ελληνικός στρατός παρότι διέσπασε
τις δυο πρώτες αμυντικές ζώνες των Τούρκων αλλά όχι και την τρίτη και
τελευταία, αναγκάσθηκε να καθηλωθεί, καθώς οι αντίπαλοι Τούρκοι στρατιώτες
-έχοντας εντολές απαγόρευσης υποχώρησης, με απειλή θανάτου- προέβαλαν λυσσαλέα
αντίσταση. Διαθέτοντας επίσης πολλές μονάδες ιππικού, προέβαιναν σε
καταδρομικές επιθέσεις μέχρι τα μετόπισθεν της Ελληνικής Στρατιάς, χτυπώντας
εφοδιοπομπές, σιδηροδρομικούς σταθμούς και νοσοκομεία.
Στις 14 Αυγούστου τρία τουρκικά συντάγματα
ιππικού επιτέθηκαν στο Αρχηγείο της Στρατιάς που βρισκόταν στο χωριό
Ουζούνμπεη, με τον Αρχιστράτηγο, τον συνταγματάρχη και Διάδοχο Γεώργιο, το
επιτελείο τους και δύο χειρουργεία εκστρατείας πλαισιωμένα και με Αθηναίες
εθελόντριες νοσοκόμες.
Στις 28 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός αντεπιτέθηκε με
δύναμη και τη νύχτα στις 30 προς 31 Αυγούστου η ελληνική στρατιά αναγκάσθηκε
να συμπτυχθεί (τακτική υποχώρηση), επιστρέφοντας στις θέσεις εξόρμησής της
(Νικομήδεια-Εσκή Σεχίρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ-ποταμός Μαίανδρος.
Παράλληλα, ο Κεμάλ -που σύμφωνα με τους βιογράφους του ήταν έτοιμος να
οπισθοχωρήσει και να μεταφέρει το κέντρο επιχειρήσεων στην Καισάρεια -
αναθάρρησε και συνέχισε τον ανεφοδιασμό, τη στρατολόγηση νέων ανδρών (που
συνέρρεαν στις τάξεις του) και τις μυστικές συμφωνίες, τόσο με τη Σοβιετική
Ένωση (καθώς οι Μπολσεβικοι, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο περιοχών που θα
τους απέδιδε ο Κεμάλ μετά από ενδεχόμενη επικράτησή του επί των Ελλήνων, του
παραχώρησαν πολύτιμο εξοπλισμό), όσο και με Κούρδους αυτονομιστές.
Ταυτόχρονα,
ο Κεμάλ με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Άγκυρας, 20
Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ
παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία αφήνοντας άφθονο
πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι απέκτησαν πλέον και αεροπλάνα.
Στην Τουρκία
ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο και πιο γερά.
Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την
αντεπίθεση.
Με τη διάσπαση
των ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή και συντριβή μέρους αυτών, ο κεμαλικός
τουρκικός στρατός ανάγκασε τον εναπομείνοντα ελληνικό να υποχωρεί διαρκώς, ενώ
μαζί με τον ελληνικό στρατό έφευγαν άμαχοι Έλληνες, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι (οι
τελευταίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού και ως εκ τούτου
φοβόντουσαν αντίποινα από τους Τούρκους) για να γλυτώσουν τη ζωή τους.
Η
Μικρασιατική Καταστροφή
Στις 13
Αυγούστου του1922 και ενώ δύο ημέρες πριν είχε εκδηλωθεί παραπλανητική επίθεση στην τοποθεσία
του Ντερέκιοϊ της περιοχής Μελετζίκ, ο ενισχυμένος Κεμαλικός στρατός
πραγματοποίησε την κύρια προσβολή των ελληνικών γραμμών με γενική επίθεση στην
πλέον αδύναμη θέση τους, στο νότιο τομέα και ΒΔ του Αφιόν Καραχισάρ.
Τα Α΄ και Β΄ Σώματα Στρατού προέβαλαν σκληρή
αντίσταση αλλά την επομένη ημέρα (14 Αυγούστου 1922) η γραμμή του μετώπου
διασπάστηκε και ξεκίνησε η σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων. Ωστόσο, πολύ
γρήγορα κάποιες από τις ελληνικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν, υποχρεούμενες είτε
να παραδοθούν και να υποστούν ταπεινωτική αιχμαλωσία, είτε να υποχωρήσουν
άτακτα προς τα παράλια, καταδιωκόμενα από τις εχθρικές μονάδες. Αντίθετα, το Γ΄
Σώμα Στρατού και η 6η Μεραρχία, που κάλυπταν το βόρειο τομέα του μετώπου, υποχώρησαν συντεταγμένα καθώς δεν είχαν δεχτεί ιδιαίτερη πίεση.
Οι τουρκικές μονάδες εισήλθαν στην Προύσα και
την ανακατέλαβαν στις 24 Αυγούστου σύμφωνα με ανακοινωθέν του
ειδησεογραφικού σταθμού «Χόρσεϊ» του Λονδίνου, το οποίο εκδόθηκε την 23η
βραδινή ώρα. Το τουρκικό
επιτελείο ανακοίνωσε ότι η πρώτη φάση των επιθετικών του ενεργειών ολοκληρώθηκε
με την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Ουσάκ, όπως μετέδωσε το γαλλικό
πρακτορείο ειδήσεων «Βορδώ» του Παρισιού, στις24 Αυγούστου 1922. Οι
ίδιες, επίσημες πηγές της Άγκυρας ανέφεραν ότι ο ελληνικός στρατός πυρπόλησε,
αποχωρώντας, τη μουσουλμανική συνοικία του Αφιόν Καραχισάρ. Πανικόβλητη, η
κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Π. Πρωτοπαπαδάκη αποφάσισε την αντικατάσταση του
αρχιστράτηγου Χατζανέστη με τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο και διέταξε
εκκένωση της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του
Ελληνικού Στρατού εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία.
Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η καταστροφή.
Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και ωμότητες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας.
Η αρνητική
έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια
εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου
άλλων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη
Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες.
Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000.
Στην περιοχή
της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που
αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού των περιοχών, αλλά που κυριαρχούσαν
οικονομικά, είχαν δε καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά,
παρ' ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον, έχοντας 2.177 σχολεία με
177.505 μαθητές και 4.596 δασκάλους, καθώς και 2.232 εκκλησίες.
Οι
διασωθέντες έφτασαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες και τραγικές αποδείξεις μιας
ανολοκλήρωτης πορείας. Στα συντρίμμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η ελληνική
παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης
Ιδέας» και της επεκτατικής αστικής πολιτικής, η οποία για έναν σχεδόν αιώνα
αποτελούσε τον κεντρικό άξονα της
ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Οι κομμουνιστές ήταν ενάντια στην
μικρασιατική εκστρατεία
«Η
Μικρασιατική Καταστροφή (Αύγουστος 1922) αποτελεί μια από τις πιο τραγικές
στιγμές της Ιστορίας της Ελλάδας, τις συνέπειες της οποίας πλήρωσε ο λαός της.
Είναι το αποτέλεσμα της συμμετοχής της άρχουσας τάξης της Ελλάδας στα
ιμπεριαλιστικά σχέδια στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής, προκειμένου να
προωθήσει μέσω αυτής της συμμετοχής στην πράξη τη θεωρία της «Μεγάλης Ιδέας»,
δηλαδή της προσάρτησης εδαφών στην Ελλάδα και έτσι να ικανοποιηθούν τα
συμφέροντα των Ελλήνων κεφαλαιοκρατών, τα οποία διαπλέκονταν με αυτά των τότε
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Αγγλίας.
Η επίθεση του στρατού του Κεμάλ άρχισε στις 13 Αυγούστου 1922 στη γραμμή Αφιόν Καραχισάρ - Σμύρνη. Η ήττα είναι συντριπτική και ο ελληνικός στρατός αρχίζει την άτακτη υποχώρησή του. Ένα μήνα αργότερα οι Τούρκοι μπαίνουν στη Σμύρνη, που παραδίδεται στις φλόγες». Από το δημοσίευμα της εφημερίδας "Ριζοσπάστης" 10-11/8/2019.
Με τη Συνθήκη
της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα
του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα. Η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα
στην Ελλάδα και την Τουρκία ξεσπίτωσε
1.650.000 Έλληνες και 570.000 Τούρκους.
ΠΗΓΕΣ: el.wikipedia.org, rizospastis.gr,
διαδίκτυο
Υ.Γ. Θα ακολουθήσει και το Β΄ μέρος:
Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στο «συνοικισμό Παγκρατίου» μετέπειτα δήμος Βύρωνα
Ρωγμή στην Ενημέρωση
Δεν υπάρχουν σχόλια