ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ: 30 Μαρτίου 1952 εκτέλεσαν τους Νίκο Μπελογιάννη, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση και Ηλία Αργυριάδη

- Η αντικομμουνιστική υστερία και η οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη  

                                                                                                   Νίκος Μπελογιάννης«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της                                                                                          περισσότερο από τους κατηγόρους μας»

73 χρόνια πριν, Κυριακή 30 Μάρτη 1952 στις 4:12 τα ξημερώματα, το μετεμφυλιακό κράτος της δεξιάς εκτελούσε τον κομμουνιστή Νίκο Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση και Ηλία Αργυριάδη.

Ήταν Κυριακή 30η Μαρτίου 1952.  Μια μέρα που σχεδόν ποτέ δεν γίνονταν εκτελέσεις. Ούτε οι Γερμανοί δεν εκτελούσαν τις Κυριακές. 

Και όμως!

Το μετεμφυλιακό αστικό καθεστώς  προχώρησε σε μία πράξη που θεωρείται ατιμωτική. 

Παρά το γεγονός ότι γνώριζαν πως ο Μπελογιάννης δεν ήταν κατάσκοπος, ότι οι ασύρματοι που βρέθηκαν ήταν για την επικοινωνία με την καθοδήγηση στην πολιτική προσφυγιά, ότι ο ίδιος κυρίως προσπαθούσε να βοηθήσει να αποκτήσει μαζική παρουσία η Αριστερά, επέμειναν να τον στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα, επικαλούμενοι το κατηγορητήριο.

 Έναν άνθρωπο βασανισμένο και φυλακισμένο από τη δικτατορία του Μεταξά, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, πολιτικό επίτροπο σε μεραρχία του Δημοκρατικού Στρατού, έναν άνθρωπο με μεγάλο ηθικό σθένος και διανοητικές ικανότητες, που μπόρεσε ακόμη και μέσα στις αντίξοες συνθήκες της κράτησης να γράψει το «Σχέδιο για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».

Ίσως γιατί δεν μπορούσαν να του συγχωρήσουν ούτε τους αγώνες, ούτε την ιδεολογία, ούτε το σθένος. Τους τρόμαζε η ανεξάντλητη δύναμη που δίνει η πίστη σε υψηλά ιδανικά, στο όραμα για μια κοινωνία δίκαιη και ελεύθερη.

Ο Βασιλιάς Παύλος είχε αρνηθεί να δώσει χάρη (άλλη μια υπενθύμιση του τι σήμαινε βασιλεία στη χώρα μας)

Κυριακή 30 Μαρτίου 1952. 

«Πάμε για καθαρό αέρα;» ρώτησε ο Μπελογιάννης τον υπαρχιφύλακα που πήγε να πάρει μαζί και τους συγκρατούμενους συντρόφους του από τις φυλακές της Καλλιθέας.

«Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση» (…)».

«Να ζήσεις. Για το παιδί και την εκδίκηση», είπε φεύγοντας στη σύντροφο και μητέρα του γιου τους Έλλη Παππά.

Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στο σκοτάδι, στις 4.12’ τα χαράματα, σαν κοινούς δολοφόνους, το κράτος των γερμανοτσολιάδων, αυτών που πλέον είχαν ντυθεί αμερικανοτσολιάδες, το κράτος των μαυραγοριτών, αυτών που έχτιζαν «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, προχωρούσε στο στυγερό έγκλημα.

Ο Νίκος Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, ο Δημήτρης Μπάτσης, ο Νίκος Καλούμενος και ο Ηλίας Αργυριάδης, πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος  στο Γουδί, πίσω από το νοσοκομείο Σωτηρία.

Η πολιτική  δολοφονία των τεσσάρων αγωνιστών της κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ) θα αποτελεί αιώνιο στίγμα για το αστικό πολιτικό σύστημα της μεταπολεμικής Ελλάδας και της κυβέρνησης Πλαστήρα.

 Εκτέλεσαν ανθρώπους με μεγάλο ηθικό σθένος και διανοητικές ικανότητες. Ο Μπελογιάννης κατάφερε σε συνθήκες εγκλεισμού του στην Ακροναυπλία από την μεταξική δικτατορία και στη συνέχεια μέχρι την απόδρασή του από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής να γράψει το βιβλίο «Η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» για μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας».

Στο βιβλίο «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» εξετάζεται ο «πατριωτικός» ρόλος του ελληνικού κεφαλαίου, η συνεργασία του με το ξένο κεφάλαιο καθώς και η διείσδυση του τελευταίου στη χώρα. Πρόκειται για μια ακτινογραφία της ελληνικής οικονομίας που ξεκινά από το 1824 και φτάνει έως το 1940 με πολύτιμα στοιχεία όσον αφορά το πώς λειτούργησε ο «σωτήριος» δανεισμός του τόπου από τα πρώτα «δάνεια της ανεξαρτησίας» μέχρι και τη μεταξική δικτατορία. Ο Νίκος Μπελογιάννης περιγράφει τους ληστρικούς όρους των δανείων με σκοπό την αποκόμιση κερδών από ντόπιους και ξένους τοκογλύφους και το πώς οι επακόλουθες πτωχεύσεις του 1827, του 1843, του 1893 και του 1932 έγιναν πεδίο θησαυρισμού της πλουτοκρατίας μέσα από επιβολή συνθηκών αποστέρησης του λαού.

   «…ο λαός υπόφερνε, είχε γονατίσει από τους φόρους, κι η τοκογλυφία ερχότανε ύστερα να του δώσει τη χαριστική βολή. Αφήνω κατά μέρος κάθε δική μου περιγραφή και παίρνω ένα κομμάτι από την Ιστορία του Καρολίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο: «Την εποχή εκείνη η χώρα εσπαράζετο υπό της φυγοδικίας και των συμμοριών τοκογλύφων, οίτινες εν συνεργασία προς τους ταμίας του κράτους και αυτούς ακόμα τους δικαστάς είχον δημιουργήσει αλληλεγγύην και κατέτρωγαν τας σάρκας του λαού» (…). Κι έτσι, τοκογλύφοι, κομματάρχες, δικαστές, ταμίες, Εθνοτράπεζα, κράτος και ληστές – τούτοι οι τελευταίοι πολύ λιγότερο από τους άλλους – εκτελούσαν το ίδιο «εθνοφελές» έργο: Την ερήμωση της χώρας και τον αφανισμό του λαού. Και στο αντιλαϊκό τούτο όργιο, έρχονται και οι ξένοι κεφαλαιούχοι να πάρουν μία από τις καλύτερες θέσεις» γράφει ο Μπελογιάννης.

Την ίδια μέρα που το μετεμφυλιακό καθεστώς της άρχουσας τάξης, η κυβέρνηση Πλαστήρα, το παλάτι, το στρατιωτικό και παραστρατιωτικό κατεστημένο και οι πάτρωνές τους, οι Αμερικάνοι, εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, τον Νίκο Καλούμενο, τον Δημήτρη Μπάτση και τον Ηλία Αργυριάδη, ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος στον Αϊ – Στράτη, στο ποίημά του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ», γράφει:

«ΣΗΜΕΡΑ το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος
»…

«ΤΟΥΤΑ τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τι ώρα να ’ναι σήμερα; Τί ώρα να ’ναι αύριο;
Τί ώρα να ’ναι του χρόνου;

Εσύ σκαρφάλωσες στη ράχη του χάρου
κουρντίζοντας με γρήγορο χέρι το ρολόι του ήλιου.
Να φύγουν πιο γρήγορα οι δείχτες  (…).
Να φύγει τούτη η μέρα.
Να φύγει το μαύρο απ’ τα μάτια μας.
Να φύγει τ’ άδικο απ’ τον κόσμο….

…Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα….

«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.

Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία./
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσε»
….

…Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη»….
 

 

Ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κώστας Τασούλας πριν από μερικά χρόνια ως βουλευτής της Ν.Δ από το βήμα της βουλής είχε προβεί στην ανατριχιαστική αντικομουνιστική δήλωση  για τον Νίκο Μπελογιάννη«Έχει ακουστεί εδώ, γιατί υπάρχουν και άλλες παρατάξεις σε αυτή τη χώρα, δεν υπάρχει μόνο η Αριστερά σε αυτή τη χώρα, υπάρχουν και άλλες παρατάξεις, ότι ο Μπελογιάννης αγωνίστηκε για τη δημοκρατία. Διαφωνώ. Ο θάνατος του Μπελογιάννη ήταν σκληρότατος. Η θανατική ποινή είναι μια σκληρότατη πράξη. Αλλά δεν μπορεί εν ονόματι μιας σκληρότατης πράξης που μπορεί κανείς να την κρίνει, αν ήταν άδικη ή δίκαιη, να θεωρούμε ότι η επιδίωξη επιβολής κομμουνιστικής δικτατορίας συνιστά πράξη υπέρ της δημοκρατίας».

Όμως, την απάντηση σε ανθρώπους με τις ιδέες του κ. Τασούλα την είχε δώσει ο ίδιος ο Μπελογιάννης, στην απολογία της δεύτερη δίκης του, αγέρωχος μπροστά στους στρατοδίκες:

«Εμείς πιστεύουμε στην πιο σωστή θεωρία που διανοήθηκαν τα πιο προοδευτικά μυαλά της ανθρωπότητας. Και η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας είναι να γίνει η θεωρία αυτή πραγματικότητα για την Ελλάδα και τον κόσμο ολόκληρο! Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα. Δεν έχω τίποτα άλλο να προσθέσω».

«Εάν έκανα δήλωση αποκήρυξης θα αθωωνόμουνα κατά πάσα πιθανότητα μετά μεγάλων τιμών… Αλλά η ζωή μου συνδέεται με την ιστορία του ΚΚΕ και τη δράση του… Δεκάδες φορές μπήκε μπροστά μου το δίλημμα: Να ζω προδίδοντας τις πεποιθήσεις μου, την ιδεολογία μου, είτε να πεθάνω, παραμένοντας πιστός σ’ αυτές. Πάντοτε προτίμησα το δεύτερο δρόμο και σήμερα τον ξαναδιαλέγω».

 «Έτσι αγαπάμε εμείς την Ελλάδα, με την καρδιά μας και με το αίμα μας».

 - Η αντικομμουνιστική υστερία και η οικογένεια του Ηλία Αργυριάδη  

 Η αντικομμουνιστική υστερία δεν σταματούσε ωστόσο μόνο στις εκτελέσεις των συμμετεχόντων στο ΕΑΜ και το ΔΣΕ.

Διαμορφώθηκε ένα νομοθετικό πλαίσιο που μέσω της αοριστίας στην περιγραφή των αδικημάτων άφηνε περιθώρια αυθαιρεσίας και εισήγαγε την αρχή της συλλογικής ευθύνης. Η συγγενική σχέση κάποιου με έναν κομμουνιστή τον καθιστούσε ύποπτο, μπορούσε να εκτοπιστεί ή να μη λάβει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.[1]

Η πιο δραματική ίσως ιστορία, που δεν έχει γίνει ευρέως γνωστή, στην περίπτωση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του είναι αυτή των κοριτσιών του Ηλία Αργυριάδη.

Ο Αργυριάδης την εποχή που εκτελέστηκε ήταν παντρεμένος με την Κατερίνα Δάλλα και είχαν αποκτήσει μαζί δύο κορίτσια την Ιωάννα και την Ολυμπία, γεννημένες το 1945 και το 1949 αντίστοιχα. Είχε επίσης μία κόρη από τον πρώτο του γάμο την Ευτέρπη που είχε γεννηθεί το 1938. Η Κατερίνα Δάλλα στα τέλη Νοέμβρη του 1951 αυτοκτονεί, αφού πρώτα έχει συλληφθεί και ανακριθεί επί δέκα περίπου μέρες στα γραφεία της Γενικής Ασφάλειας. Την ημέρα της εκτέλεσης του πατέρα της, η Ευτέρπη ήταν αρκετά μεγάλη για να μπορεί να ζήσει με τους συγγενείς της. Τα δύο όμως μικρότερα κορίτσια ήταν τα ορφανά της «στιγματισμένης» οικογένειας Αργυριάδη. Τα μέλη της είχαν κριθεί ανάξια να είναι κηδεμόνες ή θετοί γονείς τους. Το ελληνικό μετεμφυλιακό κράτος αντιμετώπισε τα την Ιωάννα και την Ολυμπία ως «παιδιά που βρίσκονταν σε κίνδυνο», αλλά και την Ευτέρπη ως «επικίνδυνη» νεαρή.

Η Ευτέρπη προσπάθησε να προστατέψει τις αδελφές της μετά την αυτοκτονία της μητέρας τους. Το κράτος όμως παρεμβαίνει «αναλαμβάνει» την προστασία των δύο παιδιών. Απομακρύνει βίαια τις δύο μικρές αδελφές από την Ευτέρπη και τις αναθέτει στο ΠΙΚΠΑ.  Τα δύο κορίτσια διαβιούν το πρώτο διάστημα σε μία ανάδοχη οικογένεια στη Δάφνη, στη συνέχεια μετεφέρθηκαν σε κάποιο ίδρυμα στους πρόποδες της Πεντέλης μέχρι την οριστικοποίηση των διαδικασιών της υιοθεσίας τους στις 12/4/1955 από Ελληνοαμερικάνους. Η Ευτέρπη επισκέφτηκε τις ετεροθαλείς αδελφές της μετά από άδεια που πήρε από την αστυνομία και παρά τα εμπόδια που έθετε η ανάδοχη μητέρα. Είχε μάλιστα καταγγείλει  την ελλιπή φροντίδα των κοριτσιών. Η κοινωνική λειτουργός που τα επισκέφθηκε επιβεβαίωσε την καταγγελία της Ευτέρπης. Τα κορίτσια ταξίδεψαν στις ΗΠΑ στα τέλη Απριλίου του 1955. Ήταν δύο από τα 500 παιδιά που έφτασαν στις ΗΠΑ με τις διατάξεις του Νόμου για την Ανακούφιση των Προσφύγων, που επικύρωσε τον Αύγουστο του 1953 ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ.  

Η Ευτέρπη αναζήτησε επίμονα τις αδελφές της και ήταν αποφασισμένη μετά τη βίαιη απομάκρυνσή τους από την ίδια να τις πάρει από το δίκτυο του ΠΙΚΠΑ. Συναντήθηκε επανειλημμένα με Έλληνες αξιωματούχους προκειμένου να μάθει για την τύχη των αδελφών της. Η επιμονή και η σταθερότητά της θεωρήθηκαν προκλητικές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Στην προσπάθεια αναζήτησης δεν έλαβε καμία βοήθεια από αξιωματούχους ή ελληνικά ιδρύματα, αντίθετα δέχθηκε απειλές και επιδιώχθηκε η φίμωσή της. Η Ευτέρπη χρειάστηκε να περιμένει μέχρι το 1980 για να μάθει για τις ετεροθαλείς αδελφές της.

Στην περίπτωση των αδελφών Αργυριάδη η προκατειλημμένη αντικουμμουνιστική στάση  εντάθηκε από την ανάγκη του συστήματος να συγκαλύψει τις βεβιασμένες και αμφιλεγόμενες πρακτικές υιοθεσίας που εφαρμόστηκαν στη μεταπολεμική Ελλάδα. Το ελληνικό κράτος μερίμνησε, προκειμένου να βρει περισσότερα διαθέσιμα παιδιά για υιοθεσία,  να κατονομάσει ως ακατάλληλους προς επιμέλεια, επικίνδυνους ή ακόμη και «νεκρούς» αρκετούς βιολογικούς γονείς ή στενούς συγγενείς. Οι υιοθεσίες με πολιτικά κριτήρια ήταν μέρος των κατασταλτικών πρακτικών που χρησιμοποίησε το μετεμφυλιακό κράτος προκειμένου να εξομβελίσει από το εθνικό σώμα όσους θεωρούσε πολιτικά και ιδεολογικά επικίνδυνους. Η υιοθεσία των αδελφών Αργυριάδη εντάσσεται στην παραπάνω κατηγορία. [2]

[1]

Στρατής Μπουρνάζος, «Το κράτος των εθνικοφρόνων: αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές»,  Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ.), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2009, τ. Δ2, σ. 15.

[2] Gonda Van Steen, Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα. Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου, Αθήνα, Ποταμός 2021, σ.87-90,  142-144, 199.

 

                                                                                 Ρωγμή στην ενημέρωση

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από jusant. Από το Blogger.