Ο άνθρωπος Γιώργος ∆ελαστίκ

 Tης Μαριάννα Τζιαντζή

 

Με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατο του αγαπημένου μας συντρόφου Γιώργου Δελαστίκ, αναδημοσιεύουμε άρθρο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο Αφιέρωμα στον Γιώργο Δελαστίκ, Η δημοσιογραφία ως τέχνη, σε επιμέλεια Βασίλη Μπρούμα, των εκδόσεων Τόπος.

 Ο Γιώργος ∆ελαστίκ δεν είναι αξιοθαύµαστος µόνο για τον υψηλό βαθµό ευφυΐας του, όπως φαίνεται στα κείµενά του και στον προφορικό του λόγο, αλλά για την ικανότητά του να αξιοποιεί, να διαχειρίζεται αυτή την ευφυΐα και να την θέτει στην υπηρεσία ενός ευγενούς πολιτικού στόχου που ξεπερνά τον εαυτό του. Προφανώς, η ευφυΐα του είναι ένα φυσικό χάρισµα που εκδηλώθηκε από νωρίς, όπως εκφράζεται π.χ. µε την εκπληκτική του ευχέρεια να µαθαίνει ξένες γλώσσες, όµως η καλλιέργειά της έχει σχέση µε ιδιότητες του χαρακτήρα, της προσωπικότητας του Γ. ∆ελαστίκ.

 Για την ποιότητα και τη διεισδυτικότητα των δηµοσιογραφικών κειµένων του µιλά ο φίλος Βασίλης Μπρούµας στο παρόν βιβλίο και δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι παραπάνω — εξάλλου, ο αναγνώστης µπορεί να διαβάσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγµα τους στο µικρό ανθολόγιο στο τέλος αυτού του τόµου και να σχηµατίσει τη δική του γνώµη. Μπορώ, όµως, να µιλήσω για τον τρόπο που µελετούσε κι έγραφε, µια που γι’ αρκετά χρόνια ήµασταν συνάδελφοι στην Καθηµερινή και συνεργάτες στο Πριν, του οποίου στάθηκε η ψυχή και ο πρωτεργάτης.

 Θα ήταν επιπόλαιο να τον χαρακτηρίζαµε τεχνοφοβικό –µην ξεχνάµε ότι σπούδασε στο Πολυτεχνείο– αν και µια τέτοια παραπλανητική εντύπωση θα σχηµάτιζε κάποιος, καθώς ο Γιώργος δεν έγραφε σε υπολογιστή ούτε καν σε γραφοµηχανή, αλλά πάντα µε το χέρι. Σε εκείνες τις µικρών διαστάσεων καφεκίτρινες κόλλες, το λεγόµενο «δηµοσιογραφικό χαρτί», υποθέτω ανακυκλωµένο, που χρησιµοποιούσαν κάποτε στις εφηµερίδες. Ούτε καν κόλλες Α4. Τα γράµµατά του έµοιαζαν να έχουν βγει από το λινοτυπικό µηχάνηµα του µυαλού του: αλφαδιασµένα, οµοιόµορφα και ευανάγνωστα. Σήµερα, που σε όλες σχεδόν τις εφηµερίδες όλοι γράφουµε στα «κουτάκια» µας, στο προσχεδιασµένο κασέ που ορίζει έναν συγκεκριµένο αριθµό λέξεων ή µάλλον χτυπηµάτων, µαζί µε τα κενά, ο Γιώργος πάντα ήξερε πόσες λέξεις έπρεπε να γράψει ή είχε ήδη γράψει, χωρίς να χρειαστεί να τις µετρήσει. Έγραφε έχοντας ήδη σκεφτεί τι θα πει και πώς θα το πει. Ασφαλώς, αυτό δεν αποτελεί ντε και καλά προτέρηµα. Ωστόσο δείχνει ότι ο Γιώργος διαθέτει µια πολύτιµη ιδιότητα, την πειθαρχία ή µάλλον την αυτοπειθαρχία, την οποία ξέρει να εφαρµόζει και σε άλλα πεδία της ζωής του.

 Επιπλέον, ο Γιώργος κατέκτησε µε το σπαθί του µια από τις πρώτες θέσεις στις τάξεις των διεθνολόγων της γενιάς του, χωρίς τα δεκανίκια του διαδικτύου, χωρίς να έχει καταφύγει στο τόσο διαδεδοµένο copy paste, την «αντιγραφή και επικόλληση». Και πάλι, όλα τα είχε µες στο µυαλό του, συγκεντρωµένα, ιεραρχηµένα, ταξινοµηµένα. Καταβρόχθιζε βιβλία ελληνικά και ξένα, καταβρόχθιζε εφηµερίδες, ελληνικές και ξένες, καθώς και πολιτικά περιοδικά απ’ όλο τον κόσµο. Στα ξένα έντυπα υπογράµµιζε µε χρωµατιστούς διάφανους µαρκαδόρους τις προτάσεις και τις παραγράφους που τον ενδιέφεραν, έχοντας αποκτήσει την ικανότητα να ξεχωρίζει το κύριο από το δευτερεύον, να διαβάζει κάτω από τις γραµµές. Με λίγα λόγια, όταν έπιανε το χαρτί και το µολύβι, είχε ήδη χαραγµένο στο µυαλό του τον σκελετό του κειµένου του: την εισαγωγή, την ανάπτυξη του θέµατος, τα βασικά σηµεία, τον επίλογο. Απέφευγε τις φιοριτούρες, τις «στρακαστρούκες» και απευθυνόταν στη λογική του αναγνώστη, όπως η λογική, ο λογικός συλλογισµός ήταν ο δικός του οδηγός, χωρίς αυτό να σηµαίνει την απουσία του συναισθήµατος.

 Το ίδιο συνέβαινε, όταν ήταν καλεσμένος σε κάποιο τηλεοπτικό πάνελ. Εφόσον γνώριζε το θέµα της συζήτησης, είχε ετοιµάσει –νοερά πάντα, όχι στο χαρτί– δυο-τρεις σύντοµες προτάσεις που θα εξέφραζαν την ουσία της θέσης του, ξέροντας ότι κάποιος από τους συνοµιλητές του µπορούσε ανά πάσα στιγµή να τον διακόψει ή και να του επιτεθεί λεκτικά. Τίποτα, όµως, δεν µπορούσε να τον κάνει να χάσει την ολύµπια ψυχραιµία του. ∆εν απαντούσε στις προκλήσεις, δεν παραπονιόταν στον παρουσιαστή, όταν δεν του έδιναν τον λόγο. ∆εν ήταν παρορµητικός, δεν ειρωνευόταν, όµως ήξερε να σφάζει µε το βαµβάκι.

 Μια παλιά συνάδελφος απορούσε µε την αδιαλλαξία, ίσως και τη σκληρότητα, προς τους πολιτικούς του αντιπάλους που χαρακτήριζαν τα άρθρα του Γιώργου στο Πριν. «Πώς γίνεται ένας τόσο ευγενικός άνθρωπος να γράφει τόσο παράφορα, να δείχνει τόση περιφρόνηση για τα κόµµατα [και συχνά τα πρόσωπα] της εξουσίας;», γιατί ο Γιώργος, στις επαγγελµατικές και κοινωνικές συναναστροφές του, είναι αφάνταστα ευγενικός. ∆εν εννοώ την παγερή ευγένεια των «από πάνω», αλλά τη ζεστασιά, τη γλυκύτητα, την καταδεκτικότητα. Πόσες φορές είχε τύχει να τον δω όρθιο σε κάποιο διάδροµο ή στη σκάλα, να µιλά για πολλή ώρα µε µια καθαρίστρια ή έναν θυρωρό που τον είχε ρωτήσει «θα γίνει πόλεµος, κύριε Γιώργο;» και να εξηγεί τις λεπτές γεωπολιτικές αποχρώσεις στα Βαλκάνια ή τη Μέση Ανατολή, µε την ίδια σοβαρότητα, µε τον ίδιο σεβασµό µε τον οποίο θα µιλούσε, π.χ., σε έναν υπουργό ή στον πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας. Ποτέ δεν ύψωνε τη φωνή του και δεν εκνευριζόταν και αν θεωρούσε κάποιον συνάδελφο τσογλάνι, απλώς τον αγνοούσε, δεν καταδεχόταν ούτε το χέρι να του δώσει για χειραψία. Ο «κακός» γινόταν αόρατος, ανύπαρκτος, συντριβόταν πάνω στο τείχος της ήρεµης αδιαφορίας του Γιώργου.

 «Ήµουνα µάγκας µια φορά µε φλέβα αριστοκράτη», τραγουδά ο Μάρκος Βαµβακάρης. Μάγκα τον Γιώργο δεν τον λες, τουλάχιστον ως προς τα εξωτερικά του γνωρίσµατα. Όµως είναι αριστοκράτης µε τη βούλα, αφού η ιστορία των de Lastic de Vigouroux χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κάποιοι πρόγονοί του ξεκίνησαν από την κεντρική Γαλλία, πήραν µέρος στις Σταυροφορίες, αργότερα ξεβράστηκαν στη Νάξο και κάποιο παρακλάδι της οικογένειας κατέληξε στη Μονεµβασιά, όπου γεννήθηκε ο Γιώργος. Αριστοκράτης, λοιπόν, αλλά ακτήµων, χωρίς ιδιοκτησία και µε πατέρα τεχνίτη ηλεκτρολόγο, χωρίς δικό του µαγαζί. Αν και ακριβοπληρωµένος δηµοσιογράφος, για τα δεδοµένα της προ κρίσης εποχής, ο Γιώργος δεν επιδίωξε να αποκτήσει ιδιόκτητη κατοικία, αυτοκίνητο, εξοχικό. Μόνο για την αγορά βιβλίων και για ταξίδια είναι ικανός να ξοδέψει χρήµατα — και όχι για τους συνήθεις τουριστικούς προορισµούς. Με άλλα λόγια, υπάρχει πλήρης συνέπεια ανάµεσα στη ζωή του και τις ιδέες του.

 Ως διευθυντής του Πριν, ο Γιώργος υπήρξε δάσκαλος για πολλούς νέους δηµοσιογράφους. ∆εν υπήρχε περίπτωση να περάσει κάποιος, έστω και ξυστά, από πλάι του και να µην κερδίσει, να µην µάθει κάτι, ενώ πολλοί από εκείνους που µαθήτευσαν πλάι του σταδιοδροµούν σήµερα ως επαγγελµατίες δηµοσιογράφοι είτε στον λεγόµενο αστικό είτε στον εναλλακτικό Τύπο. Οι περισσότεροι το αναγνωρίζουν, ενώ λίγοι, µετρηµένοι στα δάχτυλα, είναι αυτοί που επιθυµούν να ξεχάσουν τις νεανικές επαναστατικές τους τρέλες. Ασφαλώς το Πριν ήταν µια συλλογική προσπάθεια, αλλά χωρίς τον Γιώργο η προσπάθεια αυτή θα έµενε στη µέση του δρόµου. ∆εν ήταν ο αυταρχικός διευθυντής, αλλά ο ενορχηστρωτής.

 Πέρα από την επίδραση που άσκησε σε αυτούς που τον έζησαν από κοντά, ο Γιώργος ∆ελαστίκ, µε την αρθρογραφία του στο Πριν, πρώτα στο περιοδικό και ύστερα στην εβδοµαδιαία εφηµερίδα, κατάφερε να δώσει ελπίδα και περηφάνια σε ένα µεγάλο κοµµάτι της Αριστεράς µετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και τις διασπάσεις στο ΚΚΕ. Το βαθύ µίσος του για τον καπιταλισµό, την εγχώρια και παγκόσµια αδικία κι εκµετάλλευση, έγινε λόγος και κίνητρο για σκέψη και όχι απλώς σύνθηµα και χάιδεµα των αριστερών µας αντανακλαστικών.

Αναδημοσίευση από: https://www.kommon.gr, 15-10-2021

 

Ρωγμή στην ενημέρωση

Δεν υπάρχουν σχόλια

Εικόνες θέματος από jusant. Από το Blogger.